ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΙΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Η αρχή…

Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αστειευόμενοι στις παρέες μας μαζί με το Λάζαρο Μακρή «με λέξεις χωριάτικες», γεννήθηκε η ιδέα να αρχίσουμε να τις καταγράφουμε όπου τις ακούγαμε. Η καλύτερη πηγή αυτών των λέξεων δεν ήταν άλλη από τις «θειές» στο χωριό. Αυτές οι παράξενες και ακατάληπτες χωριάτικες λέξεις που έλεγαν κάθε φορά που μιλούσαμε μαζί τους, είτε αυτές ήταν οι μανάδες μας είτε οποιαδήποτε άλλη «θειά» στο χωριό, όταν τις συναντούσαμε στο δρόμο ή σε κάποιο σπίτι. Κρεμόμασταν από τα χείλη τους πότε θα πουν τη λέξη εκείνη με την περίεργη προφορά και τον παράξενο συλλαβισμό και που θα μας έκανε να γελάμε. 
Το 1998 ο μεγάλος μου γιος ο Χρήστος τεσσάρων ετών τότε, παίζει στην αυλή στο σπίτι στο χωριό μας. Σε κάποια στιγμή τον πλησιάζει η συχωρεμένη η μάνα μου και του λέει: «Ιιιι… Νότσαν τα παπούτσια σ΄ μαρμάναμ… έλα να στα σφουγκίσου». Ο μικρός την κοιτάει παράξενα, δεν της δίνει σημασία και αυτή επιμένει. Βλέπω τη σκηνή καθώς στέκομαι παραδίπλα και γελάω. Έχω καταλάβει ότι ο μικρός δεν καταλαβαίνει τι του λέει η γιαγιά του. Τότε ο Χρήστος έρχεται κοντά μου και μου λέει: «Μπαμπά τι λέει η γιαγιά»; 
Ο κύβος ερρίφθη σκέφτομαι… Το «Σαρανταπορίκο Γλωσσάρι» πρέπει να γίνει πραγματικότητα! 
Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν πάνω από είκοσι χρόνια. Οι παράξενες αυτές λέξεις συγκεντρώθηκαν, μπήκαν σε αλφαβητική σειρά και τις έστειλα στην Αθανασία Ντάλλα του Ιωάννη, φιλόλογο, για να μου πει τη γνώμη της. Όταν με πήρε τηλέφωνο δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια της από το αποτέλεσμα και μου έστειλε τις παρατηρήσεις της, οι οποίες αποτελούν τον πρόλογο για το «Σαρανταπορίτικο Γλωσσάρι»

Αθανασία σε ευχαριστώ πολύ..

Γιάννης Ντάλλας του Αθανασίου

 

Παρατηρήσεις  στο «Σαρανταπορίτικο Γλωσσάρι».
Από την Αθανασία Ντάλλα του Ιωάννη, φιλόλογο από το Σαραντάπορο.

Ένιωσα μεγάλη χαρά και γέλασα  όταν διάβασα για πρώτη φορά το Γλωσσάρι με τις χαρακτηριστικές λέξεις του Σαρανταπόρου που συγκέντρωσε και κατέγραψε  ο  Γιάννης ο Ντάλλας του Αθανασίου και μου έστειλε να το ρίξω μια ματιά.  Κατά καιρούς συγκέντρωνα κι εγώ λέξεις αλλά δεν ασχολήθηκα συστηματικά. Διαβάζοντας το  γλωσσάρι που κατέγραψε ο Γιάννης ελάχιστες λέξεις μπόρεσα να προσθέσω. Αναλογίστηκα πάνω  στη διαφορετική μορφή που πήραν  πολλές λέξεις, σε σχέση με αυτή που συναντάμε σε άλλες περιοχές, και προσπάθησα να δω τους δρόμους μέσα από τους οποίους αποκρυσταλλώθηκαν  στην τελική. Στη συνέχεια σκέφτηκα  με βάση το Σαρανταπορίτικο Γλωσσάρι να επισημάνω και να καταγράψω  κάποια χαρακτηριστικά που το ξεχωρίζουν.  Βέβαια εντάσσεται στο θεσσαλικό ιδίωμα, αλλά υπάρχουν και κάποια στοιχεία που το διαφοροποιούν από το ιδίωμα άλλων θεσσαλικών περιοχών και χωριών. Μάλιστα   κάποια χαρακτηριστικά  και λέξεις δεν  τα συναντάμε σε άλλα γλωσσάρια της περιοχής μας που έχω υπόψη μου  και βέβαια δεν υπάρχουν καθόλου στα σύγχρονα  νεοελληνικά λεξικά, ενώ είναι ελληνικής προέλευσης. 
Το Σαραντάπορο όπως και τα περισσότερα ορεινά χωριά, ήταν αρκετά απομονωμένο από τα αστικά κέντρα λόγω των αντικειμενικών συνθηκών που επικρατούσαν μέχρι το 1960. Και τα γύρω χωριά δεν ήταν και πολύ κοντά και   η μετάβαση σ’ αυτά ήταν δύσκολη. Ακόμα και οι γάμοι με άτομα γειτονικών χωριών ήταν σπάνιοι. Περισσότερη επικοινωνία είχαν με τους κατοίκους των άλλων χωριών όσοι είχαν κτήματα ή μαντριά που συνόρευαν με τα αντίστοιχα των άλλων χωριών. Οι δυσκολίες στις συγκοινωνίες και στην έλλειψη επικοινωνίας είχαν τον αντίκτυπο και στην μόρφωση των κατοίκων. Άργησε το χωριό μας να βγάλει «σπουδαγμένους» . Οι άνθρωποι βασικά δεν είχαν επαφή με το βιβλίο. Αυτό θεωρούνταν  είδος πολυτέλειας. Επομένως η γλώσσα και οι λέξεις διαμορφώνονταν με βάση την ακουστική εικόνα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την παραφθορά και την μεταμόρφωση, αλλοίωση πολλών λέξεων που ενώ είναι ελληνικότατες δεν κατανοούνται από όσους δεν είναι Σαρανταπορίτες.  Θα αναφερθούμε  στα κυριότερα χαρακτηριστικά   

1) Ένα βασικό χαρακτηριστικό που το συναντάμε βέβαια και σε άλλα  βόρεια ιδιώματα και στην ορεινή Θεσσαλία είναι η αποκοπή   άτονων φωνηέντων, και μερικές φορές και συλλαβών, μέσα και στο τέλος των λέξεων. Πχ. Κ(ρι)θάρι-κθάρι, πουλί-πλί, σκουλαρίκι-σκλαρίκι, μαρτυριαρς<μαρτυριάρης, Γενάρς< Γενάρης, τι διαβάζεις  τι διαβάζ , αν(α)π(η)δώ -αμπντω,  φλάγω<φ(υ)λάγω, σμαζεύω< συμμαζεύω,σνάζω< συνάζω 
Πολλές φορές στη θέση του χαμένου φθόγγου αναπτύσσεται ένα άλλο, χάριν ευφωνίας. Πχ Τι θέλ(ει)ς- τι θέλ-τ-ς ή τι φ(τιά)χνετε- τι φκ(τ)ιάντε. Το χ δασύ και άηχο μετατρέπεται στο ψιλό και ηχηρό κ γιατί δυο άηχα φωνήεντα ( φ, χ) δεν ακούγονται δυνατά  κατά την προφορά Από παρόμοια φαινόμενα προήλθαν οι λέξεις θκόμ, ή φκόμ< δ(ι)κ(ό) μ(ου), θκός, φκότ ή θκότ και πολλές άλλες που έχουν τους συνδυασμούς των φθόγγων φκ, φχ, θχ, και θκ
Αυτό συνηθίζεται πολύ και στον αόριστο των ρημάτων. Πχ. Σκαλνώ-σκάλ(ι)τ-σα, θέλω-θέλ-τ-σα   τανώ-τάν-τ-σα
Από παρόμοια φαινόμενα  στον παθητικό αόριστο έχουμε φυλάχ(τη)κα> φλάθκα, αποκρίθ(η)κα >απουκρίθκα, στριμώχ(τη)κα>στριμώχκα και στριμώθκα κ.α

2) Μετατροπή των φθόγγων  που απαιτούν πιο πολύ άνοιγμα του στόματος στα αντίστοιχα πιο κλειστα  «ο» σε «ου»  και «ε» σε «ι».Π χ.  καρτιράτι μι< καρτεράτε με, πιρίμεινέ μι, στρώνου<στρώνω, στριμουγμένους<στριμωγμένος, ομορφους<όμορφος,  στούμπους<στούμπος
Οι γλωσσολόγοι λένε  ότι αυτό συμβαίνει σε περιοχές με υψόμετρο για να αποφεύγεται το μεγάλο άνοιγμα του στόματος που έχει ως επακόλουθο τη ροή μεγαλύτερης ποσότητας αέρα, κι επομένως κρύου αέρα κατά το χειμώνα. Δηλαδή για να συντομεύουν την έκθεση στο κρύο. 

3) Αντίθετα το α όχι μόνο δε συγκόπτεται αλλά αναπτύσσεται στην αρχή πολλών λέξεων  που αρχίζουν από σύμφωνα χάριν ευφωνίας πχ αγκαρίζω<γκαρίζω, αγλίστρα<γλίστρα αμασχάλη και αμπασχάλη< μασχάλη, αλίχουδος<λιχούδης, αξαμώνω< ξαμώνω, αχώρια<χωριστά, αδιάσμος<δυόσμο

4) α) Διαμόρφωση  κατάληξης ρημάτων σε- νώ και μάλιστα τονισμένης . Είναι επίσης  πολλά τα ρήματα που σε άλλες περιοχές λήγουν σε -ιζω και σε μας  λήγουν σε ώ τονισμένο χωρίς το -ιζ.  Πχ απουλνώ <απολύω,  αστοχνώ , ξικλαρνώ< ξεκλαρίζω, πλατσαρνώ< πλατσουρίζω, σκαλνώ< σκαλίζω,  καθαρίζω>καθαρνώ, φτυαρίζω> φτυαρνώ, λαχταρνώ,   κλπ. 
β) Επίσης τα ρήματα που στις άλλες περιοχές τελεώνουν σε - ιέμαι σε μας τελειώνουν σε        ιούμι  πχ, αντιριούμι, αφκριούμι, ξιγιλιούμι, καταριούμι, χασμουριούμι,  κλπ

5) Μεγάλη χρήση του προθετικού ξε με τη μορφή ξι στην αρχή των λέξεων και με όλες τις σημασίες που έχει και στην κοινή νεοελληνική. Πχ. ξιαλλάζω<ξε-αλλάζω (στερητικό) = αφαιρώ τα καλά ρούχα και βάζω τα καθημερινά, ξιφροντίζομι, ματιάζω-ξιματιάζω, σφίγγω ξισφίγγω κλπ.  Ξιανοίγουμι< ξ(ε)(έξω)= ανοίγομαι έξω, απελευθερώνομαι ξιτνάζω= τινάζω έξω,  ξιθαρρεύω(πολύ)= παίρνω πολύ θάρρος, ξιθρηνιάσκα(πολύ) =θρήνησα, έκλαψα πολύ

6) Ανάπτυξη του «ν» στην αρχή λέξεων που αρχίζουν από φωνήεν και ιδίως « ο»  πχ. Νουρά νουφαλός <οφαλός, νουφανός< οφανός ,  νόχτου<όχτος, Νικλησιά κλπ . Η ανάπτυξη  προήλθε μάλλον από το άκουσμα στην αιτιατική ενικού «τον οφανό», «τον οφαλό» «τον ώμο» και μετά  «ν» κόλλησε και στην ονομαστική καθότι μόνο ακουστική εικόνα υπήρχε. 

7) Στο Σαρανταπορίτικο Γλωσσάρι υπάρχουν πολλές λέξεις που αρχίζουν από τους φθόγγους  γκ και μπ. Πχ. Καταλύω > γκαταλώ, κυλιούμαι> γκλιούμι, γουρλίζω>γκουρλίζω, γαβγίζω> γκαβγίζω 

Που οφείλεται;  Ίσως γιατί οι φθόγγοι αυτοί ακούγονται έντονα, κάτι που είναι απαραίτητο στην ποιμενική και αγροτική ζωή των ορεινών χωριών.  Ίσως υπάρχει επίδραση και από λέξεις τούρκικες που ενσωμάτωσαν στο λεξιλόγιο τους και άρχιζαν απ’ αυτούς τους φθόγγους. Πχ μπιζιρνώ, γκιζιρνώ, 
Άλλες είναι αποτέλεσμα διαφόρων φαινομένων που προαναφέραμε πχ, π(η)γάδι >πγάδι> μπγιάδι, μ(ι)σότριβο> μ-π-σότριβο. Μπλάρι <μουλάρι
Πολλές λέξεις που αρχίζουν από γκ και μπ, είναι γιατί στην προφορά το  «ν» του άρθρου ττης αιτιατικής  στην προφορική ομιλία όταν ακολουθεί κ ή π συμπροφέρεται μ’ αυτούς τους φθόγγους και  ακούγονται ως γκ και μπ. Αυτό μετά το χρησιμοποιούσαν και στην ονομαστική. Ο άνθρωποι ήταν αγράμματοι, μάθαιναν τη γλώσσα κατά βάση μόνο προφορικά κι έτσι παγιώθηκαν οι προφορικές αυτές μορφές των λέξεων. 
Πολλά επίθετα επίσης στο Σαραντάπορο αρχίζουν από γκ. Πχ. Γκουτζουρέλας, Γκουντρουμπής, Γκαλίτσιος.  Το πιο πιθανό είναι κατά  τον παραπάνω  τρόπο  να προήλθε το γκ  αυτών των  επιθέτων.   Έτσι κατά την αιτιατιατική  Τον Κουτσουρέλα, τον Κουτρουμπή, τον Καλίτσιο, προήλθε και η ονομαστική Γκουτζουρέλας, Γκουντρουμπής, Γκαλίτσιος. 

8) Αρκετές λέξεις  στο Σαρανταπορίτικο Γλωσσάρι  γράφτηκαν να αρχίζουν από  ζβ και ζγκ, ζμπ, φς (φσώ<φυσώ), φτς (φτσέλι) τφ (τφικώ<τουφεκώ) παρότι στην νεοελληνική γραμματική μαθαίνουμε ότι δεν αρχίζουν λέξεις από αυτούς τους συνδυασμούς.  Κατά την άποψη μου, αυτό δείχνει και  την εξελικτική δυναμική του γλωσσικού μας  ιδιώματος.  Πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι το αρχικό αυτό ζ είναι αντί του σ όπως ακούγεται μπροστά από τα ηχηρά σύμφωνα και δίψηφα (κ, β, δ , ζ, μ, ν, μ, γκ, μπ, ντ, τζ ). Στο Σαρανταπορίτικο ιδίωμα ακούγεται πιο έντονα, αναπτύσσεται ανάμεσα στο σ και στο σύμφωνο που ακολουθεί το ρινικό «ν» κι έτσι προκύπτουν  οι συνδυασμοί Πχ σκουρια > σ-ν-κουριά>ζγκουριά, σβ(ήν)ω>ζβω , σ(υ)ν-κοπανώ>ζγκουπανώ.

9) α) ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι το πρόθεμα «σια» μπροστά από πολλά  επιρρήματα. Αυτό μάλλον προήλθε από το « ίσια» που προηγούνταν των τοπικών επιρρημάτων και με τον καιρό κόπηκε το αρχικό ι και το σια ενώθηκε με το επίρρημα Πχ. Σιακάτ= ίσια κάτω, σιαπάν, σιαπέρα. Στη συνέχεια έγινε πρόθεμα  και  άλλων  επιρημμάτων. Σιαπού= προς τα πού, σιαμπροστά= στο εγγύς μέλλον, σιαδώθε, σιακείθι, σάμπως= μήπως
Επίσης  β) η ενσωμάτωση του «από» με τη μορφή  αϊ στην αρχή των επιρρημάτων που ακολουθούν πΧ. Αϊπ(α)χάτ<αποκάτω, αϊπέρα<από  πέρα , αϊπάν< από πάνω. Μάλιστα  χρησιμοποιείται και το επίθετο αϊπανός= ο από πάνω. Ο από κάτω λέγεται ακατνός 

10) Το Σαρανταπορίτικο γλωσσάρι έχει πολλές ηχομιμητικές λέξεις, παραλλαγμένες από αυτές που χρησιμοποιούνται στις άλλες περιοχές πχ. Φουρταρώ= πετώ , που προέρχεται από τον ήχο που κάνουν τα φτερά των πουλιών όταν πετούν.  Φουργκαλιά = μεγάλη φωτιά, από τον ήχο πάλι της φωτιάς που συναντάει τον αέρα και δυναμώνει, ουχταλιέμι = αναστενάζω, λέω συνέχεια ωχ, ζαζάνα =η χρυσόμυγα που κάνει το βούισμα «ζα, ζα»,  καρκαρίζουμι<(καρ, καρ) γελάω δυνατά,   κουκουρεύουμι<κόκορας=καυχιέμαι, κριτσίντζμα<κριτς =τρίξιμο, πλιατσαρνώ<πλατς =πλατσουρίζω, ντραγκανώ< ντράγκα-ντρούγκα= κάνω θόρυβο, τζιχνιάζω<τζιχ= βραχνιάζω, χάρλισμα<χαρ,χάρ= ροχαλητό, γκούρλισμα, ο ήχος του γουρουνιού κλπ.

 

 .................................................

  

Α

Αάτους                  νάτος

Αγγάρας                αυτός που φωνάζει ή κλαίει δυνατά

Αγγειό                   το μαγειρικό σκεύος γενικά

Αγιουκάνουρας      ο Άγιος Νικάνωρ (Σημ.: Παλιά τον μήνα Αύγουστο, ερχόταν στο Σαραντάπορο καλόγεροι με μουλάρια από το μοναστήρι του Σωτήρα Χριστού στον Αλιάκμονα  (Ζάβορδα), το οποίο ίδρυσε ο Όσιος Νικάνωρ και με την αγιαστούρα ευλογούσαν τους χωρικούς. Αυτοί για να τους ευχαριστήσουν έδιναν στους καλογέρους λίγο σιτάρι από τη σοδειά που είχαν συλλέξει. Με βάση αυτό το γεγονός οι κάτοικοι του χωριού έλεγαν πως «ήρθε ο Αγιουκάνουρας»)

Αγκαστρώνομαι        μένω έγκυος 

Αγκουτσό                  το παιδικό παιχνίδι κουτσό 

Αγκώνομαι                παρατρώω και μου ‘ρχεται ζόρι

Αγλίστρα                   η γλίστρα και οτιδήποτε γλιστράει

Αγρέκι ή 
Γρέκι                         η φωλιά, το στέκι, το μέρος διαμονής

Αγροικώ                    κατέχω κάτι, γνωρίζω, ξέρω

Αδιάσμους                το φυτό δυόσμος

Αηδημήτρης              ο Οκτώβριος

Αϊπάν                         από πάνω, εκεί πάνω

Αϊπανός                     Ο κάτοικος του πάνω μαχαλά. (Το χωριό ήταν «χωρισμένο» στον πάνω και στον κάτω μαχαλά. Σε πολλά ομαδικά παιχνίδια, τα παιδιά χωριζόταν και έπαιζαν «αϊπανοί ακατνοί)

Αϊπέρα                       από την άλλη πλευρά ενός ποταμού ή ενός γκρεμού

Αϊπιλουϊά                   η απάντηση σε ερώτηση, η ομιλία, η έκφραση

Αϊπχάτ                        από κάτω, εκεί κάτω

Ακατνός                      ο κάτοικος του κάτω μαχαλά

Ακολνώ                       κολλάω

Ακόλτσα ή 
κόλτσα                        κόλλησα

Ακουλμένους             ο κολλημένος

Αλαταριά                   το μέρος όπου πάνω σε πλατιές πέτρες οι κτηνοτρόφοι αφήνουν αλάτι για τα ζώα

Αλάτζαβους               ο ατημέλητος, ο απεριποίητος

Άλλη βουλά               άλλη φορά

Αλιμούργκα               χοντρό συρματόσχοινο ή σχοινί για ρυμούλκηση, η ρυμούλκα

Αλίχουδους                ο λαίμαργος, ο λιχούδης

Αλόστατους               ολόιδιος

Άλλου είς                   άλλο είδος, ο ξεχωριστός, ο καταπληκτικός

Αλουνάρς                   ο Ιούλιος

Αλούπου ή 
αλπού                         η αλεπού

Αλόπκα                      τα σκυλιά που κυνηγούν αλεπούδες

Αλπούμι                     λυπάμαι, στεναχωριέμαι

Αλτάρι                       σχοινί για το δέσιμο ζώου

Αλτσιάζου, 
άλτζιαξα                     λυσσάζω μτφ. προσπαθώ με κάθε τρόπο να πετύχω κάτι

Αλτσιάρκου               το ζώο που έχει προσβληθεί από λύσσα

Αμίγυρους                  ο αγύριστος (έκφραση: στουν αμίγυρου να πας δηλαδή στον αγύριστο να πας)

Αμουλνώ ή 
απουλνώ                     ελευθερώνω

Αμόλκα ή
απόλκα ή
αμόλξα                        ελευθέρωσα

Αμπασκάλι                  η μασχάλη

Αμπλάζω                     συναντώ, αλλά και στριμώχνω κάποιον με απειλητική διάθεση

Αμπόζω                       σπρώχνω

Αμπιχτσιά                    το έντονο σκούντημα, αλλά και η φαρμακερή κουβέντα σε κάποιον, η μπηχτή

Αμπουριά                     η είσοδος σε περιφραγμένο χώρο (πχ κήπος)

Άμπουρους                   ο αχνός, ο ατμός, η θαμπάδα

Αμπντώ, 
αμπήτσα                      χοροπηδώ, πηδάω ή πέρασα πάνω από κάτι

Αναλνώ, 
ανάλτσα                      λιώνω, έλιωσα

Ανάρτου                      νηστίσιμο φαγητό

Ανιθάριτους                 ο ξένοιαστος, αυτό που του συμβαίνει κάτι χωρίς να καταλάβει

Αντιριούμι                    ντρέπομαι, έχω επιφυλάξεις

Αντράλα                       η ζάλη

Αντραλίσκα                 ζαλίστηκα

Αντριάς ή
Παχνιστής                   ο Νοέμβριος

Ανύχι                           το νύχι

Αξαμώνω                    πλησιάζω κοντά σε κάτι

Αόρστους                    ο ανυπάκουος, αυτός που δεν κάνει χάρες

Άουστους                   ο Αύγουστος

Απιτχαίνου                 πετυχαίνω

Απιτυχμένους            ο επιτυχημένος

Άπκου                        άσχημο, κακό (έκφραση: δεν είνι άπκου, δηλαδή δεν είναι άσχημο)

Απουρτόργια             πρωτύτερα, νωρίτερα (βλ. Ταπουρτέργια ή Ταπουρτόργια)

Απουφόντς                από τότε.. (πχ απουφόντς έφυγις …. = από τότε που έφυγες …)

Απρίλτς                     ο Απρίλιος

Αραθμώ ή
αραθύμσα                  πεθυμώ, πεθύμησα

Αραθμιά                    η επιθυμία

Αραϊάς                      ο πονηρός και τεμπέλης, ο κουτοπόνηρος

Αργασίντσι              η ώρα που δύει ο ήλιος το καλοκαίρι και δροσίζει, όταν περνάει η ώρα (έκφραση: να αργασνίσι λίγου κι να φύγουμι = να περάσει λίγο η ώρα …)

Αρίτσιους                 ο σκατζόχοιρος αλλά και η δερματική πάθηση των χεριών, η «μυρμηγκιά»

Άρκλα                      ξύλινο ντουλάπι, κασέλα

Αρκουδιάης             ο άγαρμπος

Αρμιά                      το λάχανο τουρσί

Αρνιαούτς               ο χοντροκέφαλος, αυτός που δεν καταλαβαίνει

Αρτιρμένου             αυτό που περισσεύει

Αρτιρνώ                  περισσεύω

Αρτίρσα                  περίσσεψα

Αρτήθκα                 έφαγα φαγητό ή γλυκό και δεν νηστεύω

Αρτμένου                το φαγητό που δεν είναι για νηστεία

Αρχότι                    η δροσιά μετά από έντονη ζέστη

Αστλιάρουτους ή
ξιστλιάρουτους        ο ψηλός και άτσαλος και σε κάποιες περιπτώσεις αυτός που δεν καταλαβαίνει τι του λες.

Αστόχια                   η αρρώστια, η αδιαθεσία

Αστόχσα ή
ξιαστόχσα               ξέχασα

Αστρέχα                  η άκρη της στέγης

Αυλαγάς                  μικρό χωράφι ή κτήμα

Αφκριάς                  δώσε προσοχή, άκουσε προσεκτικά

Αφκριούμι              ακούω με προσοχή ή κρυφακούω

Αφλάδα                  η φυλλάδα, η εφημερίδα

Αχώρια                   χωριστά



Β 

Βαζούρα                  η μεγάλη βοή, ο θόρυβος

Βάζει                      Τι βάζει;=τι θόρυβος ακούγεται. Μι βάζει τ΄αυτί.=βουίζει το αυτί μου.

Βαϊζω                     γέρνω προς μια πλευρά, ιδίως για τα ζώα όταν το βάρος της μιας πλευράς ήταν μεγαλύτερο από το άλλο.

Βακούφκου            ότι ανήκε στο βακούφι δηλαδή στην εκκλησία (κτήματα, ζώα κλπ) το έλεγαν    «βακούφκου» πχ ο Μύλος ο Βακούφκους. Κατά ένα περίεργο τρόπο την έκφραση "βακούφκου", την χρησιμοποιούσαν και όταν ήθελαν να υποτιμήσουν κάτι ή τους δυσκόλευε στο χειρισμό ή στη δουλειά,  αντικείμενο ή χωράφι. Έλεγαν δηλαδή  «βακούφκου μη ξιπάτουσις», με κούρασες.

Βζαίνου                   βυζαίνω

Βζω ή Ζβω              σβήνω

Βιρβιρίτσα              το ζώο νυφίτσα, αλλά και αυτός που βαδίζει γρήγορα (σαν βιρβιρίτσα)

Βιρβιρίζω ή
Βιρβέρξα                τρομάζω, τρόμαξα

Βιριάγκου               το δύσκολο, το ζόρικο

Βιτσώνω                 χτυπώ με βίτσα

Βλάμα (το)             το πρόβλημα, η ενόχληση     

Βουδώνω ή
Βόδουσα (δεν..)     (δεν..) μπορώ, μπόρεσα, προφταίνω ή πρόφτασα

Βουλιούμι               θέλω, βολεύομαι

Βουλή                     η θέληση. Τι βουλή έχεις; = τι θέλεις να κάνεις;



Γ

Γαλατσιάνκους            ο λευκός (σαν το γάλα)

Γιαμάκι                        μεταλλικό κύπελλο

Γιαπράκια               φαγητό με κιμά και ρύζι τυλιγμένα σε φύλλα γκαρμπουλάχανο (λαχανοσαρμάδες)

Γιαρμανός                   παλιό σιδερένιο αλέτρι που το τραβούσαν ζώα

Γιαστραγμένου           το αναθεματισμένο

Γίγκι                             έγινε

Γινάρς                          ο Ιανουάριος

Γιτεύω                         ξεματιάζω

Γίτεμα                          το ξεμάτιασμα

Γιτίμκου                       το αρρωστιάρικο, αυτό που θέλει γίτεμα (ξεμάτιασμα)

Γκαβός                        αυτός που δεν βλέπει καλά

Γκαγκάνι                     το αγκάθι

Γκαγκαράτζα ή
Γκαγκαράτζις              τα περιττώματα των ζώων (από πρόβατα και κατσίκες κυρίως)

Γκαγκανεύω                καλοπιάνω κάποιον με χάδια και γλυκόλογα

Γκαλιγκότσια              η μεταφορά ανθρώπου ή ζώου στην πλάτη

Γκαμπουλάνια             η μεταφορά ανθρώπου ή ζώου στους ώμους

Γκαμπγκώ                   γαβγίζω, φωνάζω χωρίς λόγο (ειρωνικά λέμε κάποιον «μη γκαμπγκάς δε σι ακούει κανένας)

Γκαμπράνι                   το κράνος, το κάλυμμα της κεφαλής

Γκανταλώ ή
Γκλακατώ                   καταπίνω συνήθως γρήγορα

Γκανταλώ ή
Γκουμπ(τ)ζιαλνώ        γαργαλώ κάποιον

Γκαρμπουλάχανου     το λάχανο για γιαπράκια (λαχανοσαρμάδες)

Γκαχιλώνα                 η χελώνα

Γκέλμπουρας             σιδερένιο εργαλείο με το οποίο καθάριζαν τα κάρβουνα από  τον φούρνο, πριν φουρνίσουν το ψωμί

Γκέφυρα                     η γέφυρα

Γκιζέρι                        η άσκοπη βόλτα

Γκιζιρώ                       κάνω βόλτα, γυρίζω άσκοπα

Γκιθόνας                     ο χοντροκέφαλος, αυτός που δεν καταλαβαίνει

Γκιλιούμι                   κυλιέμαι στο έδαφος

Γκιλτσταριά               το σημάδι που μένει στο έδαφος από το κύλισμα

Γκιντέρι ή
Γκιντιριασμένους       ο δύστροπος, ο νευρικός, ο ανυπάκουος

Γκιουρντάνι                το κολιέ κάθε είδους

Γκιούρμπας                 ονομασία σωματώδους τσοπανόσκυλου αλλά και χοντρός και ο μεγαλόσωμος άνθρωπος

Γκιρικάτους                 ο οισοφάγος

Γκλαβανή                    η καταπακτή που οδηγεί στη στέγη του σπιτιού ή στο υπόγειο

Γκλακατώ                   καταπίνω συνήθως γρήγορα

Γκλέφαρο                   το μεγάλο μέτωπο, αλλά και η φαλάκρα

Γκλίνα                         η μεγάλη κοιλιά

Γκόλιαβος                   ο γυμνός

Γκόρμπητας               ο γύφτος, ο περιπλανώμενος

Γκούβρα                     ο θυμός, η κακή διάθεση

Γκουβρουμένους        ο θυμωμένος, ο κακοδιάθετος

Γκουγκούνια               τα ρούχα

Γκουγκουνιάρς           αυτός που είναι ντυμένος με καλά ρούχα

Γκουζγκουνεύω          ψάχνω

Γκουζγκουνιάρς         αυτός που ψάχνει

Γκουλιαβοκέφαλος    ο φαλακρός

Γκουμούλι                  το εξόγκωμα, το πρήξιμο

Γκουργκύλι                 παιδικό παιχνίδι που αποτελούνταν από έναν αυτοσχέδιο λεπτό κυκλικό τροχό, φτιαγμένο από λάστιχο ή μέταλλο ή σύρμα και το έσπρωχναν με το γκουργκυλόξυλο

Γκουργκυλόξυλο        το αντικείμενο με το οποίο κυλούσε το γκοργκύλι. Ήταν φτιαγμένο συνήθως από χοντρό και ανθεκτικό σύρμα. Καμία σχέση με ξύλο!

Γκουργκιλώ ή
Γκουργκίλτσα            μεταφέρω ένα αντικείμενο κυλώντας το (πχ γκοργκυλώ το γκοργκύλι ή το βαρέλι)

Γκούργκουλας           ο λαιμός

Γκουρλίζω                γρυλίζω

Γκουρλίτσα               ο ξερόβηχας που ακούγεται σαν γρύλισμα

Γκουρλουμάτς          αυτός που έχει γουρλωμένα μάτια

Γκουρλώνω              α) πνίγω β) κρύβω κάτι στα γρήγορα γ) καταπίνω γρήγορα

Γκουρλώθκα             πνίγηκα επειδή καταπίνω γρήγορα, στραβοκατάπια

Γκουρμπέτσα           η γύφτισα, η περιπλανώμενη, η γυναίκα του γκόρμπητα

Γκουρμπιτεύω          περιπλανιέμαι σαν τον γκόρμπητα

Γκουρμπιτούλι         το γυφτάκι, το παιδί του γκόρμπητα και της γκουρμπέτσας

Γκούσια                    ο οισοφάγος της κότας

Γκούστηρας              η σαύρα

Γκουτζιαβέλι            το μικρό παιδί

Γκουτζιάμ πιδί         έκφραση: γίγκι γκουτζιάμ πιδί, δηλαδή μεγάλωσε ή αυτός γίγκι γκουτζιάμ γιατρός, δηλαδή έγινε μεγάλος γιατρός

Γκουτσιούνι             το γουρούνι

Γκουτσιούνα            ομαδικό παιδικό κυκλικό παιχνίδι το οποίο παιζόταν με μπαστούνια και ένα τενεκεδάκι (γκουτσιούνα) που προσπαθούσαν με τα μπαστούνια να τον  σπρώξουν μέσα σε μια τρύπα στη μέση του κύκλου

Γκουτσιουνόξυλο        το ξύλινο μπαστούνι του παιχνιδιού γκουτσιούνα

Γκουτσιουνιάης ή
Γουρνάρς ή
Γρουνιάης                  αυτός που βόσκει γουρούνια

Γκουτζιούπα ή
Γκουτζιούπι               χοντρό και σκληρό ξύλο, το κούτσουρο.

Γκριζιάλα                   η γκρίνια

Γκριζιαλιούμι            γκρινιάζω

Γκριζιαλοφάης           ο αφόρητα γκρινιάρης

Γκρύμπα                    καμπούρα

Γλιέπου                     βλέπω

Γουμαρουγκιλτσιά ή
Γουμαρουγκιλτσταριά    το μέρος που κυλιούνται τα γαϊδούρια

Γουργουλιός               φασαρία, θόρυβος

Γραψίμκου                 το κακορίζικο και αυτό που δύσκολα καταβάλετε

Γρέκι ή
Αγρέκι                        η φωλιά, το στέκι, το μέρος διαμονής

Γριντιά                      ο μεγάλος κορμός δέντρου. Με γριντιές έφτιαχναν τις στέγες και τα πατώματα των σπιτιών. Γριντιά αποκαλείται και ο πολύ δυνατός άντρας, αυτός που δεν  πέφτει εύκολα

Γριντοκάρφι             το καρφί που καρφώνουν τις γριντιές

Γριντώνουμι ή
Γριντώθκα                 έπεσα κάτω σαν γριντιά

Γυφτόπιασμα             βρισιά, πχ το παλιόπαιδο



Δ

Δασκαλούλι               ο μαθητής του δημοτικού σχολείου

Δάχλο                         το δάχτυλο

Δαχλύδι                       το δαχτυλίδι

Διάργο                         το πέρασμα ανάμεσα σε δυο χωράφια

Διπλαριά                     μτφ το δυνατό χτύπημα σε άνθρωπο ή ζώο

Διπλαρώνω                 πάω δίπλα σε κάτι ή κάποιον, μτφ τον χτυπώ δυνατά

Δουκιούμι ή
Δουκίθκα                     μπορώ ή μπόρεσα να κάνω κάτι, θυμήθηκα να κάνω κάτι

Δραγκώθκα                 πιάστηκα και δεν μπορώ να κινηθώ

Δραγκωμένο                το πιασμένο σημείο του σώματος

Δρόκνο                        το ροδάκινο




Ε

Έζβξα   (Ζβω)                  έσβησα (σβήνω)

Εμεισκνάμι                      μέναμε κάπου..

Έμπριπου                         το όμορφο, αυτό που του πρέπει κάτι, το εμφανίσιμο

Έψα                                 έψησα

Έσξα                                έσκισα

Έφλαξα (Φλάγου)           φύλαξα (φυλάγω)

Έφτσα                              έφτυσα




Ζ

Ζαβά                                στραβά

Ζαβλούκα                         η ζαβολιά

Ζαβλουκιάρς                     ο ζαβολιάρης

Ζαβοκοιτώ                        κοιτώ στραβά

Ζαβός                                ο στραβός, ο χαζούλης

Ζαζάνα                             το έντομο χρυσοκάνθαρος και κάθε θορυβώδες έντομο

Ζαζανώ                             κάνω θόρυβο και ενοχλώ

Ζαζανιάρς                        ο ενοχλητικός 

Ζαλίκι                               το φόρτωμα σε ζώο

Ζαλικώνω                         φορτώνω σε ζώο

Ζαμπνόκια                  τα φυτά σε αποσύνθεση που σχηματίζουν πράσινη κρούστα στην επιφάνεια στις άκρες των ποταμιών και στις λίμνες

Ζαπουμένους                 ο πολύ καλά πιασμένος, ο παγιδευμένος

Ζάπουρας                       μεγάλη ζέστη

Ζαπώνω                          πιάνω καλά και σίγουρα, παγιδεύω

Ζαράλι                            το ελάττωμα σε κάτι και η ζημιά

Ζαραλούδκου                 το ελαττωματικό και αυτό που κάνει ζημιές

Ζβαγκανώ                       χτυπώ δυνατά και με ορμή

Ζβάξω                           χτυπώ με δύναμη (έκφραση: «άμα σι σβάξω μια κλωτσιά»,  δηλαδή θα σε χτυπήσω πολύ δυνατά και άγρια)

Ζβω (Έζβξα)                   σβήνω, (έσβησα)

Ζγκούλα                          η κόγχη, η πολύ καλή κρυψώνα

Ζγκουπανώ                     χτυπώ με δύναμη, κοπανάω

Ζγκούρα                          η σκουριά, μτφ η λέρα στο ανθρώπινο σώμα

Ζγκρουβάλι,                   στερεά μάζα, ή κομμάτι  ακανόνιστου σχήματος  μέσα σε υγρό

Ζγκρουβαλιάζω          π.χ δεν ανακάτεψες καλά το αλεύρι όταν έκανες την κρέμα  και  ζγκρουβάλιασε

Ζγκρουβούλτζμα          ενόχληση στο μάτι από σκουπιδάκι

Ζήτλιαρας                     ο ζητιάνος, αυτό που ζητάει

Ζιάρη                           τα χωνεμένα κάρβουνα

Ζίγρα                        ο αγκαθωτός θάμνος, η βάτος, το πολύ κλειστό με βλάστηση και απροσπέλαστο μέρος ή σημείο.

Ζιούνταβους            ο μικροφτιαγμένος και αδύνατος

Ζιουρδέκα                η σφαλιάρα

Ζιρβαντάνας             αυτός που έχει πολύ δυνατό αριστερό χέρι ή πόδι

Ζιρβός ή
Ζιρβίς                      αυτός που βρίσκεται αριστερά και ο αριστερόχειρας

Ζιρέκνο                    το βερίκοκο

Ζιρικνιά                     η βερικοκιά

Ζλάπι                         ο λύκος, μτφ ο πονηρός άνθρωπος

Ζμι                             το ζουμί

Ζόρμπα                      με το ζόρι

Ζούζουλου                 άγριο ζώο, μτφ το ατίθασο άτομο

Ζουπώ                       πιέζω

Ζουρζουβίλτς ή
Ζουρζουβίλκου          ο ανακατωσούρης, ο ανήσυχος, ο αλανιάρης

 


Η



                                    ………………………………………………………………….

 

 

  

Θ

Θαραπαύκα                            ευχαριστήθηκα

Θέρους                                    ο Ιούνιος

Θημιρίδα                                 η εφημερίδα

Θκομ ή φκομ                           δικό μου

Θκος ή φκος                            δικό σου

Θκοτ ή φκοτ                            δικό του

Θλιά                                        η θηλιά

Θλίκι ή
Θλίκωμα                                  η κουμπότρυπα, το κούμπωμα και οτιδήποτε κουμπώνει

Θλικώνω                                  κουμπώνω




Ι

Ίγκλα                δερμάτινη ζώνη που συγκρατεί το σαμάρι στη ράχη του γαϊδάρου ή του μουλαριού και περνάει κάτω από την κοιλιά

Ιδώρα                                      εδώ κοίτα, άκου να σου πω

Ιλιάτσι                                     το αυτοσχέδιο γιατρικό, το σκεύασμα

Ίνορο                                       το όνειρο

Ιξτρά                                        το πέρασμα πολύ κοντά, ξυστά από κάτι

Ιούστι                                      το ουίσκι

Ιψές                                         χθες βράδυ, ψες

Ιψησάμι                                  ψήσαμε




Κ

Καθόρι                                     η πολύ δυνατή βροχή, η μπόρα

Καϊπώνω                                 κρύβω πολύ καλά

Κακαμπός                                καθόλου, με κανένα τρόπο

Καλιαμάφι                               το καλυμμαύχι του παπά

Καλότιας                                  έκφραση: σε καλό σου ..

Κάμσου ή πκάμσου                το πουκάμισο

Κανούτο                                  το κόκκινο χρώμα

Καντίπουτα                             απολύτως τίποτα

Καντιπουτένιος                       ανάξιος ( υποτιμητικά για άνθρωπο)

Καούνι                                    ποικιλία πεπονιού, μτφ το κακοσχηματισμένο κεφάλι σε άνθρωπο

Καραματιάζω                          σημαδεύω κάτι πολύ καλά

Καραπατσίνα                          το κεφάλι κοροϊδευτικά

Καραμάνς                                μαύρο με λίγο άσπρο τσοπανόσκυλο

Καραμούζα                             η καρακάξα

Καραμζούλι                            το νεογέννητο της καραμούζας

Καραμζουφουλιά                    η φωλιά της καραμούζας

Καργιακλής                             ο θαρραλέος

Καρδουφάης                           ο αδιόρθωτος, αυτός που δίνει συνέχεια στεναχώριες και ο πολύ γκρινιάρης

Καρκαβούρα                           ο ανήσυχος, ο ενοχλητικός

Καρκάτσιλας                           η ακρίδα, μτφ ο πολύ αδύνατος και αυτός που σκαρφαλώνει σε δύσκολα σημεία

Καρκατσιλώνω ή
Καρκατσιλώθκα                      σκαρφαλώνω ή σκαρφάλωσα σε δύσκολο σημείο

Καρκαρίζουμι ή
Καρκαρίσκα                             γελάω ασταμάτητα

Καρούλια                                 μτφ τα αυτιά. έκφραση: «άμα σι πιάσου απ τα καρούλια θα στα βγάλω», δηλαδή «αν σε  πιάσω από τα αυτιά θα σου τα βγάλω»

Κάρνου                                    το κάρβουνο

Καρπουλόϊ                               αγροτικό εργαλείο η διχάλα

Καρπουστάλι                           το πολύ όμορφο, ο πολύ όμορφος άνθρωπος

Κασιούλα                                το πολύ ώριμο φρούτο, αυτό που πατιόταν με τα δάχτυλα.

Κασταλαϊά ή
Κασταλαή                                μίγμα στάχτης με νερό με το οποίο άλειφαν τον εξωτερικό  πάτο από τα μεταλλικά σκεύη, πριν τα βάλουν πάνω στη φωτιά για να μη καούν

Καστραβέτσι                           είδος πεπονιού με γεύση αγγουριού και πεπονιού

Κατιαπού                                 προς τα πού, σε πιο μέρος

Κάτιασα ή
Κατιάσκα ή
Κατιάζου                                 κάθομαι και λουφάζω

Κατίνα                                     η μέση του σώματος. Έκφραση: «μ΄ έπιασι η κατίνα κι ξικατινιάσκα», δηλαδή «με έπιασε η μέση μου και πονάω πολύ»

Κατινάρια                                τα πλευρά στο σώμα δεξιά και αριστερά

Κατούνια                                τα πράγματα που μετακινούνταν από το σπίτι  στο μαντρί και  αντίστροφα

Κατρατσιά                               η φάρσα, η ζημιά, το σφάλμα, η αταξία

Κατρατσιάρς                           αυτός που κάνει φάρσες, ζημιές, σφάλματα ή αταξίες

Κατσιούλι ή
κατσιούλα                               κουκούλα σε πανωφόρια

Καύκαλο                                  κοροϊδευτικά το κεφάλι

Καυκαλιά                                 η σφαλιάρα στο κεφάλι

Καυκαλνώ                               χτυπώ στο κεφάλι

Καψαλιάρς                              ο φουκαράς, ο ταλαίπωρος

Κιδαρέδι                                  ο κέδρος

Κέτοιους                                  τέτοιος

Κέτοιους-πάντιους                  ο ακαθόριστος, αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί

Κθάρι                                       το κριθάρι

Κιλάρου                                   το τελάρο

Κινταυρώσ                              προσταγή: σκάσε και κοιμήσου

Κιρουπάνι         κομμάτι από πανί εμποτισμένο με κερί μέλισσας, το οποίο το χρησιμοποιούσαν ως επίθεμα στις αρθρώσεις,για ανακούφιση από τον πόνο που προκαλεί το στραμπούληγμα (βλ.λάγκαγμα)

Κλαμπούρα                             αυτό που κρέμεται σαν τσαμπί

Κλόσμα                                    το ημικύκλιο, η στροφή

Κλούρα            μεγάλο στρόγγυλο ζυμωτό γλυκό ψωμί, το οποίο το πάει η πεθερά στη νύφη μαζί με τα δώρα πριν από το γάμο

Κλούρι                                     το κουλούρι

Κλουριάζου                             τυλίγω κάτι, αλλά και κυκλώνω

Κλουσαριά                              η κότα που κλωσάει αυγά, η κλώσα

Κλούτσα                                  η γκλίτσα, το μπαστούνι και οτιδήποτε δεν λυγίζει εύκολα

Κόθαρους                    η τυλιγμένη άκρη της πίτας, αλλά και οτιδήποτε τυλίγεται και κάνει εξόγκωμα

Κόκα                            η εγκοπή σε ξύλο κυρίως αλλά και σε οποιαδήποτε λεία επιφάνεια

Κοκισκόλις                               πληθυντικός της κόκα-κόλα

Κόλιαντρας                              η περίοδος των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς

Κόλτσα ή ακόλτσα                  κόλλησα

Κόρδα                                      η χορδή, μτφ το θάρρος. Όταν ήθελαν να δοκιμάσουν κάποιον αν έχει θάρρος να κάνει κάτι, τον προκαλούσαν με τη φράση «έχς κόρδα;», δηλαδή «έχεις θάρρος;» Σημαίνει και πρόχειρος κυκλικός φράχτης για περιορισμό προβάτων

Κορδώνομαι                            επιδεικνύομαι

Κούγκουλου                            το κεφάλι κοροϊδευτικά

Κούκλα                                    η ρόκα του καλαμποκιού( δηλ ο καρπός μαζί με το κοτσάνι ή ζουμπόκι)

Κουκ-μουκ                               όταν κάποιος δεν προλαβαίνει να πει τίποτα

Κουκμουκιάης                         αυτός που του κόβεται η μιλιά

Κουκόσια                                 το καρύδι

Κούκους                                  ο μεγάλος σωρός, αλλά και η κορυφή του βουνού ή λόφου

Κουκουρεύομαι                      καυχιέμαι (κόκορας)

Κουκουρώνω                           φτιάχνω σωρό (κούκου)

Κουκουτσέλας                         ο κόκορας, μτφ αυτός που επιδεικνύεται

Κουλιαντρούλια                      τα παιδιά που πάνε στα σπίτια και λένε τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα

Κουλιάστρα                             το πρωτόγαλα των προβάτων

Κουλιάτζα ή
Κουλιατζιάρκου                       το αδύνατο και καχεκτικό παιδί, αυτό που δεν έχει όρεξη

Κουλιουμπώ                            έκφραση: όποιος είχε την ονομαστική του γιορτή, οι επισκέπτες που πήγαιναν να ευχηθούν, έλεγαν «ήρθαμι να σι κουλιουμπήσουμι», κάτι σαν τη βάπτιση που είναι μια γιορτινή διαδικασία.

Κουμπόστρα                           η κομπόστα

Κουντακνός                             ο κοντός, αλλά και ο κοντινός

Κούπουμα                               το καπάκι

Κουραβιάζω                            ξεραίνομαι

Κουρδέλια                               τα παπούτσια

Κουριά                                     η κόρα του ψωμιού και οτιδήποτε ξερό σε επιφάνεια

Κουρκουτιάσκα                       μπερδεύτηκα, θόλωσε το μυαλό μου

Κούρπιτου                               τα έχω χαμένα

Κουρτσουπανάς                      αυτός που κάνει παρέα και παίζει με κορίτσια

Κουρφιλούλι                            η ψηλότερη κορυφή του δέντρου

Κουρφύλακας                         ο χωροφύλακας

Κουσιά                                    η κοτσίδα

Κουσιάφι                                 το ζεστό ρόφημα με βράσιμο από  στεγνωμένα δαμάσκηνα

Κουσιέβου                              τρέχω ή γυρνώ το άχυρο ή το τριφύλλι με την κόσα

Κουτλούκι                               χώρος ακατάστατος και βρώμικος

Κουτσιάλω                              η Κρυστάλλω

Κουτσιανιάζου ή
Κουτσιάνιασα                         κρυώνω πολύ, πάγωσα

Κουτσιουμπώ                          μαδώ κάτι

Κουτσκέλα                               το κόλπο

Κουτσουλουγιόμουσι             το κάτω μέρος της άκρης από τα κεραμίδια, όπου κάνουν φωλιές τα σπουργίτια

Κουτσουλουπόντικα               τα περιττώματα των ποντικιών

Κουτρουπούλι ή
( γ)κουτρομπζιάντς                 ο κουρεμένος γουλί

Κουτρουμπουλίτσα    η κωλοτούμπα, παιχνίδι των παιδιών σε κατηφορικό μέρος  με κύλιση του σώματος πλάγια.

Κουτώ                                      τολμώ

Κρακανούτας                          ο φοβερός και τρομερός στην όψη

Κρένω                                      μιλώ, απαντάω σε κάτι

Κρέφκου                                  το δροσερό νερό, το φρέσκο και δροσερό φρούτο

Κριάκουρου                             μεγάλος βράχος, ογκόλιθος, μτφ ο πολύ δυνατός άνθρωπος

Κριατοπουλείου                      το κρεοπωλείο

Κριατουκόψιμο ή
Κριατουκόπκα                        το πιάσιμο της μέσης από σήκωμα βάρους που συνοδεύεται από οξύ πόνο

Κρικέλα                                   ο κρίκος

Κριτσίνζμα                               το τρίξιμο

Κρίτσκα                                   φορτίο στα όρια της αντοχής του υποζυγίου

Κριτσκώνω                              φορτώνω πολύ καλά

Κτι                                           το κουτί

Κτούκι                                    ο χοντροκέφαλος, αυτός που δεν καταλαβαίνει

Κφάλας                                   ο βαρήκοος




Λ

Λάγκαγμα                   στραμπούληγμα ποδιού ή χεριού

Λαγκάζω ή
Λάγκαξα                     στραμπουλίζω το πόδι ή το χέρι

Λαγόμυγα                  η αλογόμυγα

Λαϊνι ή Λαϊνα            η πηλινη στάμνα

Λαμανιά                     η ανακατωσούρα, το μπέρδεμα

Λαμανίζω                   ανακατώνω και μπερδεύω τα πράγματα

Λαμαντζμένου          το ανακατεμένο, το μπερδεμένο

Λαναρίο                      το λαναριστήριο

Λαφρός ή
Λαφριά ή
Λαφρέκου                  ο χαζός, η χαζή

Λιανουσιούσιουλου   το μικρό παιδί, παιδαρέλι

Λιγκιάζω                     έχω λόξυγκα

Λιζγκάρι                       το φτυάρι

Λιζγκαρνώ                    φτυαρίζω

Λίθρους                        καταστροφή, όλεθρος

Λίλι                              επιφώνημα χαράς ή λύπης

Λιλίτσι                         πολύ μικρό κομμάτι γυαλιού ή πάγου

Λιμόντουζου                το ζουμί από το λεμόνι

Λιόκια                         οι όρχεις

Λουβιδάκι                   το φασολάκι

Λουί-αντιλουί             λογής λογής, κάθε είδος

Λουζιάζου                   μπερδεύω

Λουζιαζμένου             μπερδεμένο

Λουλουιασμένος         ο χαμένος στις στενάχωρες σκέψεις του

Λυκουφάγουμα          βρισιά και το ζώο που το τρώει ο λύκος

Λυπουσιάρς                αυτός που λυπάται και συγκινείται εύκολα



Μ

Μαγαρζμένου                         το βρώμικο, το κακορίζικο, το παρακατιανό

Μαγκανώ ή
Μαγκανίσκα                            μαγκώνω κάτι δυνατά ή μαγκώθηκα από κάτι

Μαγκανζμένου                       το μαγκωμένο

Μάκου                                    η πολύ ηλικιωμένη γυναίκα

Μαλέτου                                 βαρύ μάλλινο παλτό

Μαλούτας                               ο άγαρμπος

Μανιά                                     η γιαγιά, μτφ ο πολύ πονηρός, ο ραδιούργος

Μαντατζής                              αυτός που έχει μαντάνι, δηλαδή πλένει και βάφει μάλλινα

Μαντραγκόνας                        ο μαντράχαλος

Μαρκάτι                                  το γιαούρτι

Μαρκιούμι                              αναμασώ

Μάρκσμα             το αναμάσημα. Αναφ. στα ζώα που μηρυκάζουν την τροφή τους και ειρωνικά σε κάποιον που λέει τα ίδια χωρίς καμία σημασία

Μαρτάρα                                το μανιτάρι

Μαρτς                                     ο Μάρτιος

Μαρχαλιάς                              ο καλοπερασάκιας και αδιάφορος

Μασλάτι                                  η κουβέντα, η ομιλία

Μασλατιάης                           αυτός που μιλάει πολύ, ο πολυλογάς

Μαστίκα                                  η μαστίχα, η τσίχλα

Ματζγκούλι                             η κρυψώνα του ψαριού κάτω από τις πέτρες στο ποτάμι

Ματρακάς                               το παλιό όχημα

Ματσκάς                                 ο πονηρός, αυτός που θέλει ματσκιές (βλ. επόμενη λέξη)

Ματσκιά                                  το χτύπημα με ματσούκα

Ματσκώνου                            χτυπώ με ματσούκα, αλλά και τα μαζεύω και φεύγω

Μισάντρα                                η ντουλάπα

Μισουκόμσα ή
Νουσουκόμσα                        η νοσοκόμα

Μιτζμένους                             ο μεθυσμένος

Μούγγι                                    μόνο

Μουγκράδι                              ο αργόστροφος, αυτός που δεν ανταποκρίνεται

Μούζικας                                η φυσαρμόνικα

Μούϊας                                   ο διστακτικός, ο συνεσταλμένος, ο «μπούφος»

Μουμουτεύου                        αποβλακώνομαι

Μουμουτιμένους                    ο αποβλακωμένος

Μούργκζμα                             το σούρουπο

Μούρτζιους             Αυτός που έχει το πρόσωπό του λερωμένο από κάποια τροφή ή καπνιά, ασβέστη, γενικά από υλικά που καθαρίζουν εύκολα και όνομα από μουλάρι

Μουρτζούλα                           η μουτζούρα

Μουρτζουλουμένους             ο μουτζουρωμένος

Μουρτζουλώνου                     μουτζουρώνω

Μουσουκλέτα                         η μοτοσυκλέτα

Μουστρόφλους                      ο ανεμοστρόβιλος

Μούτλιαγκας                          ο κοιμισμένος, ο ανόητος

Μουτλιαγκέλας                       ο μούτλιαγκας

Μουτσιαλώ ή
Μουτσιαλνώ                           μασάω

Μουτσουκλιώ ή
Μουντζουκλιώ                        κλαίω χωρίς λόγο

Μουχόζκου                             το ευχάριστο στη γεύση

Μπαζάκιασα                           φούσκωσα από το πολύ νερό

Μπαϊρι                                    ακαλλιέργητο χωράφι

Μπακαβάς                              πολύ χοντρό χαρτόνι

Μπάκακας            ο βάτραχος. Υποτιμητικά αποκαλείται έτσι και αυτός που πίνει πολύ, ο μεθυσμένος

Μπακαλώ ή
παένου μπακαλιούντας          μπουσουλώ, πάω με τα τέσσερα

Μπακέτου                               το πακέτο

Μπαμπαλιάρα                        είδος τσουκνίδας

Μπαμπαλιούρς                       το καρναβάλι

Μπάμπαλου                           το πολύ μικρό σκουπιδάκι που μπαίνει στο μάτι

Μπαμπανίτσας                       ο διπλωμάτης

Μπαμπαρούδι                        η ζωγραφιά, το σκίτσο

Μπάμπις                 φαγητό των Χριστουγέννων από τα γεμισμένα έντερα του γουρουνιού με χοντροκομμένο κρέας, ρύζι και μπαχαρικά

Μπάμπου                               η πολύ γριά

Μπανταμία                             υφαντό στρωσίδι

Μπαντρόλιας                          ο ακατάστατος

Μπαρμπαρούτα                     δυνατή φωτιά

Μπασιούρς                             ράτσα τσοπανόσκυλου

Μπαστριαβάκους                   αρρώστια των φυτών από το χαλάζι

Μπαστραβιασμένου              το χτυπημένο φυτό από χαλάζι

Μπαταλιά                               η αλλοφροσύνη

Μπαταλιασμένου                   το αφηνιασμένο, αυτό που δεν καταλαβαίνει

Μπάτζιους                              ο τυροκόμος, μτφ ο λερωμένος

Μπατζιουλεύου                      ανακατεύω, ασχολούμαι, ψάχνω

Μπάτσαρους                          ο πολύ λερωμένος, ο βαμμένος σαν καρναβάλι

Μπγιάδι                                  το πηγάδι

Μπζιόμπζιουρας                     ο μικροκαμωμένος

Μπιζέρσα ή
Μπιζιρνώ                                βαριέμαι, βαρέθηκα 

Μπιμπίλι                                 το στραγάλι ή πολύ μικρή μπίλια

Μπιμπιλίζω ή
Μπιμπιλνώ                              ανοιγοκλείνω γρήγορα και συνεχόμενα τα μάτια

Μπιτζιλίνα                               το κρέας με ίνες που δεν κόβεται

Μπλάρι                                   το μουλάρι, μτφ ο πολύ δυνατό και θηριώδης

Μπλαρουδείξιμου                  η επίδειξη, η έπαρση

Μπλιαγκούρι                           πλιγούρι

Μπλιόνας                                ο ανόητος, ο βλάκας

Μπλιουριασμένους                ο μουσκεμένος ως το κόκκαλο

Μπλιούρα                               Επιρ. ξέχειλο             

Μπλιούρι                                το παλαβό πρόβατο

Μπλιτσκώνου ή
Μπλίτσκουσα                         έφαγα και χόρτασα καλά

Μπλούντα                               η κάμπια

Μπούζα                                  η γουλιά νερό ή ποτού

Μπουϊά                                   η μπογιά

Μπουκουάτι                           ντροπιαστικό γεγονός

Μπουλντούκα                         μικρή λίμνη με νερό

Μπουμπόλια                           τα φασόλια στη φασολάδα.πχ.  δεν έχει ντιπ μπουμπόλια

Μπουμπουνάρι                       το σκαθάρι και κάθε χοντρό έντομο

Μπουμπουνιασμένους          αυτός που κάθεται μαζεμένος στην άκρη και δεν μιλάει

Μπούμπους                            ο μπαμπούλας

Μπούρας και
Μπουρσόνα                            ο ικανός, η ικανή, ο λεβέντης αυτός που μπορεί και αυτή που μπορεί

Μπουρλίδι                              το όστρακο από σαλιγκάρι, μτφ τα γουρλωμένα μάτια

Μπουρμπουλόϊ                       το μάζεμα ξεχασμένων καρπών από τα δέντρα

Μπουρμπουλουμένους          ο περιτυλιγμένος, ο ντυμένος με πολλά ρούχα

Μπουρμπουλώθκα                 φόρεσα πολλά ρούχα

Μπουτέλα ή
Μπουτέλι                                το μπουκάλι

Μπουτζιμόκι ή
Μπουτζιουμόκι                       ο βολβός

Μπουτζιουνάρι                       μικρός λόφος

Μπουχάρι                               το τζάκι, η καμινάδα

Μπραγάτσα                            μπακιρένιο μικρό καζάνι με χερούλι

Μπραγατσούλι                       μικρή μπραγάτσα με χερούλι

Μπριάβα                                 το χερούλι που ανοίγει η πόρτα

Μπρούχαβους                        ο χαλαρός

Μπρουχουζούρι                     το ραχάτι, η ανεμελιά

Μπσαγκουνίσκα                     έφαγα πολύ και μου έπεσε βαρύ

Μπσάουρο                              α) το μισάωρο  β) το ανώριμο φρούτο (το μισοάγουρο)

Μπσούρα ή Ψούρα                βαθύ μεταλλικό πιάτο

Μπσουτρίβιασα                     τρίφτηκα, φθάρθηκα

Μπσουτριβιασμένου              το φθαρμένο

Μυρζμάδα                              η μυρωδιά

Μωρ μωρ                                επιφώνημα αποδοκιμασίας ή επιδοκιμασίας




Ν

Νασκιρέματα                          οι δουλειές στο σπίτι

Νασκιρνώ                                συγυρίζω, κάνω δουλειές του σπιτιού

Νικατιρίνη                               η πόλη Κατερίνη

Νικλησιά                                 η εκκλησία

Νιόπλιμα                                 το οινόπνευμα

Νιόχαρους                               ο ανεπρόκοπος, ο χαραμοφάης

Νιρουφαϊά                              μικρή χαράδρα που σχηματίζεται από το πέρασμα του νερού

Νουγώ                                     κατέχω, έχω το νού μου, σκέφτομαι

Νουρά                                    η ουρά

Νουρανός                                ο ουρανός

Νουφαλός                               ο ομφαλός

Νουφανός                               η μεγάλη φωτιά της Αποκριάς                                 

Νόχτος                                     ο γκρεμός, η όχθη

Νταβζιάρς                               αυτός που συνεχώς ζητάει κάτι

Νταβίζω                                  ζητάω κάτι

Νταβραντώ                             χαίρω άκρας υγείας

Νταλάκιασα                            έσκασα από τη στεναχώρια ή φούσκωσα από το πολύ νερό

Νταλάκι                      είδος δηλητηριώδους βατράχου, που αν τον φάει κατά λάθος κάποιο ζώο φουσκώνει και πεθαίνει. Έκφραση"Γίγκα νταλάκι"

Νταλντώ ή
Ντάλτσα                                  πηδώ πάνω από κάτι ή τολμώ να κάνω κάτι

Ντάμκα                                    η στάμπα, ο λεκές, το σημάδι που μένει

Νταμπακιάζω                          ζαλίζω, αποκοιμίζω

Νταμπακιάς                            προσταγή: κοιμήσου

Νταμπακιασμένου                  το κοιμισμένο 

Νταμπίνα                               το μάλωμα

Ντάντσιου                              το αγροτικό μάρκας Ντάτσουν και οποιοδήποτε αγροτικό φορτηγό

Ντάσι                                       χτύπημα κεφάλι με κεφάλι

Ντέρλικας                                το φαγητό

Ντιάκωμα                                το στήριγμα

Ντιακώνω                                στηρίζω

Ντιούντιουμους                      ο δίδυμος

Ντιουντιουμάρκα                    τα δίδυμα

Ντιπ                                         καθόλου, τίποτα

Ντιρλικώνω                             τρώω λαίμαργα

Ντουάϊ                                     προτροπή για «επίθεση»

Ντούνα (κι πατούνα)              πολύ μουσκεμένος (από την κορυφή ως τον πάτο)

Ντουρντουρώνου                   γεμίζω μέχρι επάνω ένα δοχείο ή σκεύος

Ντραβαλιάζου                        φέρνω ανακατωσούρα

Ντραγάτς                                 ο δραγάτης, ο αγροφύλακας

Ντραγατσίκα                           δερμάτινο ασκί που έβαζαν τρόφιμα

Ντραγατσκιάης                      αυτός που κουβαλάει τη ντραγατσίκα, μτφ ο αχθοφόρος

Ντραγκανώ                              κάνω θόρυβο

Ντρασκλιά                               το μεγάλο βήμα, η δρασκελιά

Ντρασκλιάης                           αυτός που κάνει μεγάλα βήματα

Ντρασκλώ                               κάνω μεγάλα βήματα, υπερπηδώ

Ντρόλιας                                 αυτός που τα έχει χαμένα και δεν ξέρει τι λέει

Νώμος ή
Νουμάρια                                  ο ώμος, οι ώμοι





Ξ

Ξιαλάξ ή
Ξιάλαξι                                    άλλαξε (πχ τα ρούχα, ιδέες κλπ)

Ξιαλατίσκαμι                            έχουμε καιρό να φάμε κρέας

Ξιανίξ                                       ελευθερώσου, άνοιξε μέρος

Ξιαραθμώ ή
ξιαραθύμσα                              δεν επιθυμώ

Ξιαραθμιά                               η μη επιθυμία για κάτι

Ξιαστόχσα                               ξέχασα

Ξιαστουχμένους                     ο ξεχασμένος και αυτός που ξεχνάει

Ξιγκουλιαβίσκα                       έβγαλα τα ρούχα μου, έμεινα γκόλιαβους (γυμνός)

Ξιγκουφιάσκα                         πονάω στους γοφούς

Ξιθάρσα ή
Ξιθαρεύκα                               πήρα θάρρος από κάτι, αλλά και έμεινα χαλαρός

Ξιθρηνιάσκα                           έκλαψα πολύ με φωνές, θρήνησα

Ξικ(ι)                                       βρισιά, «να γέντς ξικ», δηλαδή να χαθείς, να εξαφανιστείς

Ξικλαρνώ                                 κλαδεύω, αραιώνω

Ξικουπή                                   χωρίς διακοπή

Ξιμπλέτσουτους                      ο ημίγυμνος

Ξιμπουσιαντζμένους              ο χαλαρός, ο ανέτοιμος

Ξιμπουσιανίσκα                      αφέθηκα ελεύθερος, χαλάρωσα, δεν ήμουν έτοιμος

Ξινιάξ                                       μη σε νοιάζει

Ξινουμώ ή
Ξινόμσα                                   διώχνω, έδιωξα μακριά

Ξιπιτσώ ή
Ξιπέτσα                βγάζω την πέτσα ή τη βαφή ή τη στρώση αντικειμένου, μτφ καταστρέφω κάποιον

Ξιπιτουρίσκι ή
Ξιπιτουρζμένου                       όταν φεύγει η στρώση από αντικείμενο και μένει σημάδι

Ξισιλουϊάσκα                          έχασα τη λογική μου, δεν σκέφτομαι σωστά

Ξισιλόϊαστους                         ο απροβλημάτιστος, αυτός που δεν λογαριάζει τίποτα

Ξισμίξ                                      ξεκόψου, αποχώρησε

Ξιστλιάρουτους                      ο ψηλός και άτσαλος, αυτός που δεν καταλαβαίνει τι του λες 
(βλ και Αστλιάρουτους)

Ξιστραφουμένου ή
Ξιτραφουμένου                       ξεκάρφωτο, διαλυμένο

Ξιστραφώνου ή
Ξιτραφώνου                               ξεκαρφώνω, διαλύω

Ξισφίξ                                      χαλάρωσε, μην είσαι σφιχτός, ξέσφιξε πχ τη ζώνη

Ξιτνάξ                                      τίναξε κάτι από πάνω σου (πχ τη σκόνη)

Ξιτραχειλουμένου                   το ξεχειλωμένο

Ξιτραχειλώνω                          ξεχειλώνω

Ξιφλαμπούρσα                       συνήλθα από άσχημη στιγμή, φώτισε το πρόσωπο μου

Ξιφρουντίσκα                          δεν έχω φροντίδα καμία, απαλλάχτηκα

Ξιφύλλι                                    το χλωρό φύλλο από το πουρνάρι

Ξουθρηνός     πολύ μεγάλος θρήνος, μεγάλος χαμός (γίγκι ξουθρηνός, δηλαδή έγινε μεγάλος θρήνος)         

Ξυλκό           αποκαλείται έτσι κάθε οπωροφόρο δέντρο του κήπου, επειδή όταν πέφτουν τα φύλλα το χειμώνα φαίνονται μόνο τα κλαδιά, τα ξύλα δηλαδή

Ξω ή Έξα                                 ξύνω , έξυσα

 

 


Ο

Όντας                                      όταν

Ότνιους νάνι                           όποιος να είναι, όποιο να είναι και ότι να ναι

Ουγκώ                                    βογκώ, αναστενάζω

Ουντώ                                     μπορώ, κατέχω, ξέρω

Ουξοθρηνός                            ο πολύ μεγάλος θρήνος (βλ. και Ξουθρηνός)

Ουπστιά                 η δερμάτινη ζώνη στο πίσω μέρος του σαμαριού, που περνάει κάτω από τη βάση της ουράς του ζώου και το συγκρατεί

Ουρατώ ή
Ουράτσα                                 ζορίζομαι ή ζορίστηκα πολύ, δυσκολεύομαι

Ουρθούνια                              τα ρουθούνια

Ουρλιούμι                               κλαίω δυνατά, οδύρομαι

Ουρσούζς                               ο γρουσούζης

Ουρσουζλίδκου                      το γρουσούζικο

Ουχταλιούμι                           αναστενάζω



Π

Παγάλια                                  σιγά σιγά, περίμενε

Πάγκος                                    η αράχνη

Παγκουφουλιά                        ο ιστός της αράχνης

Πάκια                                      το σημείο του σώματος ανάμεσα στη μέση και στα πλευρά

Παλαϊζω                                  ψάχνω

Παλιμούσκι                             βρισιά, παλιομοσχάρι

Παλιούρα                                είδος χοντρού αγκαθωτού θάμνου

Παλιουρουκόπι                   είδος πελεκιού για κόψιμο λεπτών κλαδιών πχ παλιουριών

Παλιπάπτσα                            τα παλιά παπούτσια

Παμπόρι                     έκφραση: «παμπόρι του πας του τσιγάρου», δηλαδή «καπνίζεις σαν βαπόρι», καπνίζεις πάρα πολύ

Πανάδα                       η θαμπάδα (έχει πανάδα το τζάμι, πανιάσκι), αλλά και η  ζαλάδα (με ήρθε πανάδα, ζαλίστηκα)

Πανιάζου ή
Πανιάσκα                   θαμπώνω κάποιον ή θαμπώθηκα από το φως. Επίσης «πανιάσκα» σημαίνει και ξεγελάστηκα

Παντουχί                                 η ελπίδα και το στήριγμα στη ζωή

Παπλιάκας ή
Παπλιάκους                            ο παππούς

Παρανταριά                            η παράσυρση, το γενικό μάζεμα

Παρασόλι                                η ομπρέλα

Παταριά                                  η σφαλιάρα

Πατλιά                                     το πουρνάρι που είναι σαν θάμνος

Πατλιτζιάνι                              η μελιτζάνα

Πατούνα                                  η πατούσα

Πατραμάνς                              αυτός που τα μαζεύει όλα και ο μπαγαπόντης

Πατραχήλι                               το πετραχήλι

Πατριτσιόλι                             το κουρέλι

Πατριτσιόλαρς                        ο κουρελής

Πατσιά                                    η πατημασιά

Πατσιά (τα)                             ο πατσάς

Παφλί                                      μικρό κομμάτι λαμαρίνας

Παχνιστής ή
Αντριάς                                    ο Νοέμβριος

Πέπιρας ή
Πέρπιρας                                 η πεταλούδα της νύχτας

Πέφτη                                      η Πέμπτη

Πίβουλας                                ο μικροκαμωμένος, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις ο ευφυής

Πιδακλιά ή
Πιδικλιά ή
Πιδικλουτιά                             η τρικλοποδιά

Πιδικλώνω                  βάζω σε κάποιον τρικλοποδιά και δένω με τριχιά τα δυο μπροστινά πόδια ενός ζώου για να περιορίσω την κίνησή του

Πικίθι                                      δίπλα, στο διπλανό δωμάτιο

Πιντούλι                                  το πενηνταράκι (50 λεπτά της δραχμής)

Πιντουλιφτίσιου                      ότι κοστίζει ένα πιντούλι, το ευτελές

Πιπίγκι                                     η σφυρίχτρα, μτφ αυτός που μιλάει ασταμάτητα

Πιρουστιά                               μικρός σιδερένιος τρίποδας για τη φωτιά

Πιστιμάλι                                 η ποδιά της νοικοκυράς για τις δουλειές στο σπίτι

Πιτροκαλάδα                           η πορτοκαλάδα

Πιτροκάλι                                το πορτοκάλι

Πιτροκαλί                                το πορτοκαλί χρώμα

Πιτσκαράκια                            τρόπος πετάγματος της πέτρας

Πκάμσου ή
κάμσου                                   το πουκάμισο

Πλαδούλα                               η μικρή κότα, η πουλάδα

Πλαλτός ή
πλάλμα                                    το τρέξιμο, το κυνηγητό

Πλαλώ                                     τρέχω

Πλαστάρι                                 το ζυμωτό χωριάτικο καρβέλι ψωμί

Πλι                                           το πουλί

Πλι-ά                                       η πληγή

Πλιάγκουρας                           ο ασήμαντος

Πλιακουτώ                              πλατσουρίζω και ανακατεύω το νερό ή οποιοδήποτε υγρό

Πλιατσιαρνώ                           πλατσουρίζω

Πλιμόνι                                    το πνευμόνι

Πλιμονία                                  η πνευμονία

Πλιουπλιούκας                        αυτός που «πλιακουτάει»

Πλουκός                                  ο φράχτης που έβαζαν τα ρούχα για να στεγνώσουν

Πλύματα               τα απόνερα από την πρόπλυση των διάφορων αγγείων που περιείχαν τροφές. Δίνονταν ως τροφή στα  γουρούνια

Πνάκας                 αυτός που χασμουριέται συνέχεια ή έχει το στόμα του  ανοιχτό και ο φωνακλάς

Πνάκι                                       ξύλινο βαθύ πιάτο

Πουδουνάρας                         αυτός που ανακατεύεται με όλα

Πουμπουρουμένους               ο μαζεμένος, ο προφυλαγμένος, ο κουκουλωμένος

Πουμπουρώνουμι                   μαζεύομαι, προφυλάσομαι, κρύβομαι

Πουρναρότσιφλο                    το φύλλο από το πουρνάρι

Πουρεύου ή
Πόρηψα                                  περνάω τη ζωή μου, τον καιρό μου (έκφραση: «πως τα πουρεύς ή πως τα πόρηψεις ιχτές;)

Πουρτέρια ή
τα πουρτέρια                          προχθές, πριν μέρες

Πουτί                                       γιατί

Πραγκόνι                                 το δισέγγονο

Πρέκνα                                    η φακίδα στο πρόσωπο

Πριουπριού                             παιδική λέξη: το νερό

Προυκόβι                                χοντρό στρωσίδι, που το υφάδι του ήταν από μαλλί γίδινο.                         Προυκόβια                               λένε και τα εσώρουχα

Προυπάσκου                           το άτιμο

Προυσίφιρα                       καλούδια ( στραγάλια, σταφίδες, σύκα ξερά, καραμέλες όλα ανακατεμένα)

Προυστούρα                           το στομάχι, η κοιλιά

Προυτσιάλα ή
Προυτσιάλτζμα                       η περίοδος γονιμοποίησης των ζώων, κυρίως των αιγοπροβάτων

Πυρουστχιά                            σιδερένια τρίποδη βάση που μπαίνει πάνω στη φωτιά




Ρ

Ριζέλα                                      είδος αυτοσχέδιου μεντεσέ με κρίκους

Ριμπούρι                                 σύντομη καταιγίδα με δυνατό αέρα

Ρόπουτους                              ο θόρυβος

Ρουγκαλνώ                              ρεύομαι

Ρουπουτόπι                             το πολύ ξύλο σε κάποιον

Ρουπουτώ                               κάνω θόρυβο

 

 

 

 


Σ

Σαλακιάζου ή
Σαλάκιασα                               μούλιασα

Σαλιακούτας                            αυτός που του τρέχουν τα σάλια

Σαλίδα                                     πολύ αρμυρό

Σάλουμα                                  το χλωρό ή ξερό στέλεχος από το στάχυ

Σάματι κι ..                              Σάμπως, μήπως και ..

Σαπνάδια                                 οι σαπουνάδες

Σάχνη                                      η μούχλα

Σαχνιάζου                                μουχλιάζω

Σαχνιασμένου                         μουχλιασμένο

Σιάβαρα                                  μικρά σε μέγεθος σκουπίδια που προέρχονται κυρίως από ζωοτροφές

Σιακάτ                                      κάτω, ίσια κάτω

Σιάμπαλου                              το χαζό, το ανόητο

Σιαπάν                                    πάνω, ίσια πάνω

Σιαπέρα                                   ίσια πέρα

Σιαπού                                    που, σε πιο μέρος

Σιάστσα                                   σάστισα

Σιαστζμένους                          ο σαστισμένος

Σιβαίνου ή σέφκα                   ανεβαίνω , ανέβηκα

Σιλαρουμένους                       ο τακτοποιημένος

Σιλαρώνου                               βάζω σε τάξη, τακτοποιώ

Σιλνάρι                                     το χερούλι που ανοίγει τη βρύση

Σιλναρσιά                                το σημάδι σε τοίχο ή επιφάνεια από υγρό που τρέχει

Σιμπώ                                      σκαλίζω τα κάρβουνα ή τη φωτιά

Σιμπουδαύλι                           μακρύ ξύλο για το σκάλισμα της φωτιάς

Σιμπουλιάζου                          συνενώνω λόγια και πράξεις, φτιάχνω ιστορίες

Σίνακας                                   πολύ μαύρο αντικείμενο, ο πολύ μελαχροινός άνθρωπος

Σινιργιά                                    ο ανταγωνισμός σε κάτι

Σινιργιάρς                                ο ανταγωνιστής, ο ζηλιάρης 

Σιούλτσα                                 τα έχω χαμένα

Σιουλτζμένους                         αυτός που τα έχει χαμένα

Σιούμπα                                  το πρήξιμο από χτύπημα

Σιούσκα                                   η φούσκα

Σιούτους ή σιούτς                   αυτός που δεν καταλαβαίνει τι του λες

Σιούτο κριάρι                           τα κριάρι χωρίς κέρατα

Σιρκός                                      ο αρσενικός

Σίστριγου                                 μεγάλη φασαρία, αναστάτωση

Σιτίζει                                      ψιλοβρέχει

Σκαλνώ                                    σκαλίζω και πειράζω κάποιον

Σκαλτίρς                                  το πειραχτήρι

Σκανιάζω                                 σκάζω κάποιον υπενθυμίζοντας του ότι είμαι ανώτερος

Σκανταλίθρα                            η σπίθα που πετάγεται από τη φωτιά

Σκαπιτώ ή
Σκαπέτσα                                φεύγω γρήγορα

Σκλαρίκι                                   το σκουλαρίκι

Σκλι                                          το σκυλί

Σκλίδα                                     α) ο μουσκεμένος, ο μουλιασμένος    β) μικρό κομμάτι ή μέρος από κάτι                                                     π.χ «μια σκλίδα σκόρδο»

Σκλίκαρους                              το μεγάλο σκουλήκι

Σκλικοδίτς                                η σκωληκοειδίτιδα

Σκλιόμανα                               βρισιά: η κακιά μάνα

Σκλιόπιασμα                            βρισιά: παλιόπαιδο, σιχαμένο

Σκούνια                                   μάλλινες πλεκτές κάλτσες

Σκουτίδια (τα)                        βαθύ σκοτάδι

Σκρούμπους                            έγιναν όλα θρύψαλα, σκόρπισαν

Σκτι ή σκτίσιο                   το καμωμένο στο μαντάνι μάλλινο ύφασμα, από το οποίο  έκαναν ρούχα

Σκυλαργία                               η ισχιαλγία

Σμαζεύου                                συμμαζεύω

Σμαζουχτάρς                           αυτός που συμμαζεύει, ο επιμελής

Σμίθι                                        το σπιτικό κουλούρι

Σνάζω                                      τινάζω κάτι, χτυπώ και κουνώ

Σνακς                                       κουνήσου, σήκω από τη θέση σου γρήγορα

Σούγλα ή σουγλί                     η σούβλα, αιχμηρό αντικείμενο

Σουγλιμάδα                             κρέας ψημένο στη σούβλα

Σουγλώ                                    σουβλίζω

Σουζάτους                               ο υγιής στο μυαλό

Σουκόρφι            το σακούλι με τα χρήματα που έδεναν στον κόρφο μέσα από τα ρούχα και η εσωτερική τσέπη στο σακάκι

Σούκους               τα νερό που προέρχεται από πλύσιμο για πρώτη φορά μαλλιών προβάτου. Πίστευαν ότι είχε και καθαρτικές ιδιότητες και για τα άλλα ρούχα που πλένονταν μέσα στο σούκο

Σουλούκι                                 η όψη, το πρόσωπο

Σουπούλι                                 στενή έξοδος δοχείου για νερό ή υγρά γενικότερα

Σουρλουτό                               φουσκωτό αντικείμενο με ωοειδές σχήμα

Σουτουκλιμές                          ο καλοπερασάκιας, ο καταφερτζής

Σουφαράκους                         ο σύντομος ύπνος

Σπάστρα                                  έσπασαν όλα, χάλασαν (γίγκαν σπάστρα)

Σπιράζου                                 πειράζω κάποιον, ακουμπώ κάτι, ενοχλώ

Σπιραχτήρς                              ο ενοχλητικός

Στα Σκάνταλα                          στην άκρη πχ του γκρεμού ή σημείου, στα όρια

Σταξιά                                      η σταγόνα, το μικρό σημάδι από σταγόνα και το πολύ λίγο

Σταυρός                                   ο Σεπτέμβριος

Στινουφόρου                           το ασθενοφόρο

Στιρνάρα                                  πολύ σκληρή πέτρα, στουρναρόπετρα

Στόϊας                                      αυτός που ξεχνάει

Στουμπζμένους                        αυτός που έχει πολλά χτυπήματα

Στούμπους                              το γουδοχέρι

Στουμπώ                                 χτυπώ και μετατρέπω κάτι σε μάζα

Στραγκστάρι                            το στραγγιστήρι

Στράνια                                    τα ρούχα

Στρατικό                                  η θητεία στο στρατό

Στριμπάδα                               εγκοπή, ανωμαλία σε μαχαίρι ή τσεκούρι

Στριχουμένους                        ο πολύ καλά κρυμμένος

Στριχώνου ή
Στριχώθκα ή
Στρίχουσα                               κρύβω πολύ καλά, τρυπώνω και κρύβομαι, αλλά και  βολεύομαι

Στχιούμι                                   πιάνω δουλειά σε ξένο κοπάδι ως βοσκός για ένα εξάμηνο

Συγκαθώ                                 είμαι ανήσυχος

Συλτάρι                                    το συρτάρι

Συχαρίκια                                η πρώτη αγγελία για  ευχάριστη είδηση, το φιλοδώρημα ως ανταπόδοση για ευχάριστη είδηση




Τ

Ταγάρι             μεγάλος τενεκές εντελώς ανοιχτός στο επάνω μέρος που χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση σιτηρών. Το βάρος από ένα ταγάρι σιτάρι είναι 14,102 κιλά.

Ταγκούτς-ταγκούτς                 κούτσα κούτσα

Ταλαγάνι                                 βαρύ μάλλινο παλτό, η κάπα των βοσκών

Τανστμένους                           ο τεντωμένος

Τανώ                                       τεντώνω

Ταξιπέ                                     παραδείγματος χάρη

Ταπουρτέρια ή
Ταπουρτόργια ή
Απουρτόργια                           προχθές, προηγουμένως

Ταχριστού ή
Χριστός                                    ο Δεκέμβριος

Τζάλαχους                               φασαρία, θόρυβος

Τζαντίλας                                ο φοβητσιάρης

Τζιαγκανώ                              κάνω θόρυβο, μτφ παίζω φάλτσα μουσικό όργανο

Τζιαμάλας ή
Τζιαμαλιάης                            αυτός που έχει μακριά και απεριποίητα μαλλιά

Τζιαντούρα                              το τσαντίρι

Τζιάρα-μούρα                         όταν γίνεται χαμός, η ανακατωσούρα

Τζιατζιαρούτα                         η φωτιά

Τζιλατίνα                                 η νάιλον σακούλα

Τζιόπς                                      η τσέπη

Τζιουμάκα                               μπαστούνι με χοντρή λαβή

Τζιουναβάρι                            το μικρό παιδί, το χαϊδεμένο

Τζιουντάνι                               το πορτοφόλι

Τζιριμές                                   η ζημιά και ο ζημιάρης, ο ανήσυχος

Τζιρτζέλαβους                         ο ντυμένος αλλόκοτα

Τζιουτζιουβές                         το μπρίκι του καφέ

Τζιουτζιούκα                           ο ομφαλός και η μεγάλη κοιλιά

Τζιουτζιουκλάρι                      το μικρό παιδί (τουρκ)

Τζιτζί                                        το βυζί

Τζιτζιλίδια                                τα στολίδια, τα κοσμήματα, τα μπιχλιμπίδια

Τζιτζιόλαρς                              ο ντυμένος με σκισμένα ρούχα

Τζίχνα                                      η βραχνάδα

Τζιχνιαζμένους                        ο βραχνιαμένος

Τζίχνιασα                                βράχνιασα

Τζουν-τάρι                               αιχμηρό αντικείμενο που τρυπάει

Τζουνώ                                    τρυπώ, αγγίζω με αιχμηρό αντικείμενο (τζουν-τάρι)

Τζουτζούνας                           ο φοβιτσιάρης

Τζούφκους                                 ο κούφιος, ο σάπιος

Τηρμέρα                                  την ημέρα, όλη την ημέρα

Τηρώ                                        κοιτάζω

Τιλάκι                                      η καρφίτσα

Τιμουλία                                  η κιμωλία

Τλίκουμα                                 το κούμπωμα

Τλικώνου                                κουμπώνω

Τουρτουμάλιασα ή
Τουρτουμαλιάζου                   κρυώνω πολύ

Τουρτούρα                              το τρυγόνι

Τραπέτσι                                 πολύ ξινό

Τριψάνα                                  τριμμένο ψωμί σε γάλα ή σούπα

Τρουϊρίζου ή
Τρουϊρνώ                                κάνω στροφές γύρο από κάτι, περιφέρομαι κάπου

Τρουίρου τρουίρου                γύρω-γύρω

Τρόχαλο                                  μεγάλη πέτρα

Τσαγκρασούλι                         πολύ αιχμηρό αντικείμενο που ανοίγει τρύπες

Τσάκνο                                    λεπτό και στεγνό κλαδί από πουρνάρι κυρίως

Τσακουτάρι                             κάθε είδους χειρολαβή, οτιδήποτε μπορείς να πιαστείς

Τσέργα                                    η φλοκάτη

Τσιαγούλι                                το σαγόνι

Τσιαϊρι                                     ακαλλιέργητο χωράφι

Τσιανάκι                                  κάθε είδους μαγειρικό σκεύος

Τσιανί                                      σκουριασμένο κομμάτι λαμαρίνας

Τσιασίτια                                 μικροπράγματα

Τσιατάλι                                  ο γάντζος

Τσιάταλος                                το μάλωμα

Τσιάτσαλο                               το μυαλό

Τσιατσιάλα                              κάτι που έγινε κομμάτια

Τσιατσιαλίζω ή
Τσιατσιαλνώ                          κάνω κομμάτια, σπάζω

Τσιατσιαλτζμένου                  κομματιασμένο

Τσιατσούλα                             πολύ λίγο, μια σταλιά (μια τσιατσούλα)

Τσιβούρα                                πολύ τσουχτερό κρύο

Τσιβουρίζου ή
Τσιβούρξα                               κρυώνω πολύ

Τσιγαρίδας                              πολύ αδύνατος

Τσίγκα                                     το βραχιόλι

Τσιγκλιμίδας                           ο αδύνατος

Τσιγκρισμένους                       ο τσουγκρισμένος, ο γρατσουνισμένος, ο χτυπημένος, μτφ ο θυμωμένος

Τσιγκρίζω ή
Τσιγκρώ                                   τσουγκρίζω, χτυπώ με κάτι

Τσιγκρός                                  αυτός που αρπάζεται και θυμώνει εύκολα

Τσικουλάτου                          το σοκολατάκι

Τσιλικόξυλο                             αντικείμενο του παιχνιδιού τσιουλιούκα

Τσιλιμάκι                                 το κόλπο

Τσιλώνω                                  τεντώνω τα αυτιά να ακούσω καλά

Τσιμιντόλιφτο                          το τσιμεντόλιθο

Τσιμπλί                                    η ακίδα, η αιχμή και το ράμφος του πουλιού

Τσιμπλιτιρός                           ο αιχμηρός, ο μυτερός

Τσιόκα (το χει)                        τα έχει χαμένα, δεν ξέρει τι του γίνεται,

Τσιόκας                                   ο ανόητος

Τσιόκανα                                 μικρά πετραδάκι και παιδικό παιχνίδι με αυτά

Τσιπότι                                    η χοντρή ακίδα από την παλιούρα (βλ. παλιούρα)

Τσιουβαλιάζου                       βάζω σε τσουβάλι

Τσιουκάνι                                είδος κουδουνιού

Τσιουκανίζου ή
Τσιουκάνζμα                           η στείρωση στα αρσενικά ζώα και ο αφόρητος πόνος

Τσιουκανζμένου                     το στειρωμένο

Τσιουλίζου                              ακούω πολύ προσεκτικά (βλ. αφκριούμι)

Τσιουλιούκα                            το παιδικό παιχνίδι τσιλίκι

Τσιούμα                                  α) το κεφάλι β) κομμάτι από υφαντό μάλλινο

Τσιουρίζου                              τσιρίζω

Τσιούρλα                                 τα έχω χαμένα, είμαι μεθυσμένος

Τσιούτσιανου                          το πολύ μικρό

Τσιουτσιούλαντρας                το πουλί κορυδαλλός

Τσιουτσιουλιάντρισμα            η γονιμοποίηση των σπουργιτιών

Τσιουτσιουλουτό                    ψηλό και μυτερό

Τσιούτσιου                              το μωρό

Τσιρνιάζου ή
Τσίρνιασα                               πονάω πολύ από χτύπημα που τσούζει

Τσίρνιασμα                             το τσούξιμο και το σημάδι που μένει από χτύπημα

Τσιφτιλίδκου                           το ζημιάρικο, το ασυμμάζευτο

Τσιώμους                                ο Θωμάς

Τσκάρι                                     μικρός λόφος, ύψωμα

Τσούζου                                  α) πίνω ποτό β) βάζω φωτιά γ) χτυπώ κάποιον

Τσουρτσούφι                          το πολύ ξύλο σε κάποιον

Τσουτσούλαρς                        ο περήφανος, ο καμαρωτός

Τσουτσουλώνουμι                  καμαρώνω

Τυρουφάης                             μικρό δερμάτινο ασκί για τυρί

Τφέκι ή φτέκι                          το τουφέκι, το όπλο

Τφικώ ή φτικώ                        πυροβολώ




Υ


                                    ……………………………………………………………………



Φ

Φαρσαρία                               η φασαρία

Φαρσίνα                                  η Φρόσω

Φιλιζόνι                                   το φελιζόλ

Φιλουρίδι                                λεπτή λωρίδα υφάσματος ή δέρματος

Φιλούτα                                  η φέτα ψωμί

Φιράδα                                    η χαραμάδα

Φιρό                                        αυτό που έχει χαραμάδα

Φιτιρλί ή 
Φιτιρλίσιου                             λεπτό και διάφανο

Φίτσα                                      έφτυσα

Φίτσιους                                 ο μικρόσωμος και παιδικό παιχνίδι

Φλάγου (Έφλαξα)                   φυλάγω (φύλαξα)

Φλιβάρς                                  ο Φεβρουάριος

Φόβιους                                  ο φοβερός, αυτός που προκαλεί φόβο

Φόρτουμα                  η μεγάλη τριχιά με την οποία έδεναν στο σαμάρι των ζώων ογκώδη ή βαριά πράγματα για να στερεώνονται και να γίνεται πιο ασφαλής η μεταφορά τους.

Φουκάλι                                  η σκούπα από αγριόχορτα

Φουκαλίζου ή
Φουκαλνώ ή                              
Φουκάλ(τ)σα                          σκουπίζω, σκούπισα

Φουλτακίδα                            σπυράκι από τσίμπημα εντόμου ή τσουκνίδας       

Φουνταρώ                               πετάω κάτι μακριά

Φουργκαλιά                            μεγάλη φωτιά

Φουρέματα                             τα ρούχα

Φούρλα                                   η στροφή γύρω από τον εαυτό μας, μτφ η άσκοπη βόλτα

Φουρλατώ                  καταφέρνω να ρίξω κάποιον κάτω (τον έφερα φούρλα, τον φουρλάτσα καταή)

Φουρτάρξα                             πέταξα

Φουρταρώ                              πετάω

Φουσκαλήθρα                        η μπουρμπουλήθρα στο νερό και το απόστημα που έχει πύον

Φνο                                         το φτηνό, το λεπτό

Φραγούδι                                ο φράχτης

Φράνταλου                             το παλαβό

Φρουμάρι                               το φερμουάρ

Φτέκι ή τφέκι                          το όπλο

Φτι                                           το αυτί

Φτικώ ή τφικώ                        πυροβολώ

Φτιλάκι                                   το φιτίλι

Φτσέλι                                     ξύλινο δοχείο για νερό

Φτω                                         φτύνω

Φώλι                                        το αυγό στη φωλιά της κότας για να γεννήσει, μτφ το δόλωμα




Χ

Χαϊρλούδκου                           ευχή που δηλώνει «να είναι χαρούμενο, να προκόψει»

Χαλέβου                                 θέλω

Χαμπλά                                   χαμηλά

Χαμπλός                                  χαμηλός

Χάρλιζμα                                 ροχαλητό

Χαρλίζου                                 ροχαλίζω

Χαρχαντόλιας                         ανόητος, βλάκας

Χινόπουρου(ς)                       το Φθινόπωρο

Χλαπαρνώ ή
Χλαπατώ                                 τρώω λαίμαργα

Χλιάρας                                   ο βλάκας

Χλιαράκι                                  το εσωτερικό κάτω μέρος του θώρακα

Χλιάρι                                      το κουτάλι

Χλιάφτας                                 ο χλιάρας

Χνέρι                                       το πάθημα, το χουνέρι

Χουϊάζου                                 διώχνω, μαλώνω

Χουλίστρα                               η χωρίστρα στα μαλλιά

Χουντρουτζότζας                    πολύ χοντρός και δυσκίνητος

Χουρχούβαλους                     ο απρόσεχτος, ο σβαρνιάρης

Χουρχουλάζου                        βράζω, κοχλάζω

Χουρχουλάκα                          μεγάλη πέτρα ποταμίσια

Χουσμέτι                                 η δουλειά στο σπίτι και το θέλημα

Χουσμιτεύου                           κάνω δουλειές

Χουχουϊάβα                             η κουκουβάγια

Χριστός ή Ταχριστού              ο Δεκέμβριος

Χτάβι ή Χταβούλι                   το κουτάβι

 

 

 

 

Ψ

Ψίνα                                        νερό με πίτουρα (τροφή για γουρούνια)

Ψούρα ή Μπσούρα                βαθύ μεταλλικό πιάτο

Ψουνίζου                                κάνω οικονομία σε κάτι

 

 

 

  

Ω

Ώχτικας                                   ο αδιόρθωτος, αυτός που προκαλεί στεναχώριες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου