Η ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΙΤΩΝ
ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ

 

Πολιούχος και προστάτιδα όλων των Σαρανταποριτών είναι η Αγία Μαρίνα. Το 2015 ο ιερέας του χωριού Κωνσταντίνος Γκουντρουμπής, έδωσε μια άκρως διαφωτιστική περιγραφή για την ύπαρξη του ναού της στο Σαραντάπορο, από παλιά μέχρι σήμερα. Σε αυτή την περιγραφή στηρίζονται τα περισσότερα στοιχεία για την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, καθώς και στο βιβλίο του Γρηγορίου Βέλκου με τίτλο "Καλλίνικος Λαμπρινίδης - Μητροπολίτης Ελασσόνας 1924-1955" 

«Η πρώτη εκκλησία της Αγίας Μαρίνας από όσα γνωρίζουμε, υπάρχει από το 1872. Η θέση της ήταν ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου βρίσκεται και σήμερα ο επιβλητικός Ναός. Ήταν χτισμένη με πέτρα. Η οροφή ήταν με σανίδες και έφερε ζωγραφιά του Παντοκράτορα στο κέντρο. Το τέμπλο ήταν ξύλινο (από βελανιδιά), σκαλιστό και πολύ πλούσιο ανάλογο της Παναγίας της Ολυμπιώτισσας. Η κύρια είσοδος της εκκλησίας ήταν από τη νότια πλευρά και όχι από τη δυτική όπως είναι σήμερα. Μπροστά κατέληγε σε ένα χαμηλό χαγιάτι και δεξιά και αριστερά είχε πεζούλι, όπου καθόταν οι κάτοικοι για να ξεκουραστούν και να συζητήσουν. 
Στο νάρθηκα του ναού γινόταν οι βαφτίσεις συνήθως τις απογευματινές ώρες. Στο νάρθηκα επίσης υπήρχε σκάλα η οποία οδηγούσε στον γυναικωνίτη. Κάτω από τη σκάλα υπήρχε χωνευτήρι όπου ρίχνονταν τα νερά της κολυμπήθρας μετά τη βάφτιση. 
Για να εισέλθουμε στον κυρίως ναό από τον νάρθηκα, υπήρχε πόρτα και έπρεπε να κατεβείς τρία σκαλοπάτια για να μπεις. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με πέτρινες πλάκες όπως και η στέγη. Στο βορειοανατολικό μέρος, έξω από την εκκλησία, ήταν χτισμένο με πέτρα κι αυτό, το καμπαναριό χωριστά από την εκκλησία. Ανέβαινες τρία σκαλιά ως την πόρτα του και είχε εσωτερική σκάλα ως την κορυφή όπου ήταν η καμπάνα.  Υπήρχε μια καμπάνα η οποία σώζετε ως σήμερα. Είναι η τρίτη καμπάνα του σημερινού καμπαναριού της εκκλησίας και ζυγίζει εβδομήντα κιλά περίπου. 
Εκείνη η εκκλησία ήταν χτισμένη ανάμεσα σε δυο αλώνια, το πάνω αλώνι και το κάτω αλώνι. Στο πάνω αλώνι γινόταν οι περισσότερες συγκεντρώσει, συνήθως μετά από γάμους ή βαφτίσεις. 


Η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, μετά την αποκατάστασή της το 1952

Το 1943 πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς και το 1951-52 κατασκευάσθηκε εκ νέου από το 103ο Τάγμα Πεζικού με Διοικητή τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Κοροβέση, το οποίο είχε κατασκηνώσει στο Σαραντάπορο. 
Τα χαλάσματα τις εκκλησίας τα είχαν σκεπάσει προσωρινά με τέντες. Τα αυτοκίνητα του στρατού μετέφεραν τα υλικά που απαιτούνταν για τις εργασίες, οι κάτοικοι προσέφεραν την εργασία τους και σε μικρό χρονικό διάστημα χτίστηκε η εκκλησία. Δεν είχε ιδιαίτερη διακόσμηση. Η οροφή ήταν απλό ξύλινο ταβάνι και χωρίς αγιογράφηση στους τοίχους. Στα στασίδια που εγκαταστάθηκαν, περίοπτη θέση είχε το στασίδι του Κοροβέση το οποίο έφερε το όνομά του και σώζεται ως σήμερα.
Η εκκλησία αυτή κατεδαφίστηκε στις 7 Ιουνίου 1995, λόγω παλαιότητας και ζημιών που προκλήθηκαν από τον μεγάλο σεισμό που είχε επίκεντρο την Αιανή Κοζάνης, για να χτιστεί η σημερινή εκκλησία στην ίδια ακριβώς θέση. Στις 8 Ιουλίου 1995 έγινε η θεμελίωση του ναού. Στο διάστημα της ανοικοδόμησης οι λειτουργίες και οι λοιπές υποχρεώσεις τελούνταν στην δεύτερη τη τάξη εκκλησία του χωριού, τον Άγιο Αθανάσιο. Σε μικρό χρονικό διάστημα και με την οικονομική συμβολή όλων των Απανταχού Σαρανταποριτών, αποπερατώθηκε και έγιναν τα θυρανοίξια του νέου Ναού της 23 Αυγούστου 1998, από το Μητροπολίτη Ελασσόνας Σεβαστιανό. 
Τη μελέτη και την επίβλεψη για την ανέγερση και αποπεράτωση της εκκλησίας, ανέλαβαν και την πρόσφεραν οι Σαρανταπορίτισες Ελένη Χατζή και Χαρούλα Ράπτη, Αρχιτέκτονες- Πολιτικοί Μηχανικοί».


Επιπλέον στοιχεία για την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και για την ενορία γενικότερα, εμπεριέχονται στο βιβλίο του Γρηγορίου Βέλκου με τίτλο « Καλλίνικος Λαμπρινίδης Επίσκοπος Ελασσώνος 1924-1955». Στον πίνακα που δημοσιεύεται στη σελίδα 128 με τίτλο «Στατιστικός Πίναξ Ενοριών, Ενοριτών, Ιερών Ναών, Εξωκκλησίων και παρεκκλησίων Επαρχίας Ελασσώνος (1927)», στη σελίδα 131 αναγράφετε: 
Γκλίκοβον: Ενορίτες: 480. Αριθμός ενοριών: μία. Ιεροί Ναοί: Αγία Μαρίνα. Έτος ίδρυσης: 1879. Ρυθμός Ναού: κοινός. Ιδρυτές: ενορίτες. Κειμήλια: εικών Θεοτόκου και Μαρίνης.  
Στην περιουσία του Ναού αναφέρονται ένας (1) αχυρώνας, τρία (3) σπίτια και πενήντα (50) στρέμματα αγρών τα οποία «διατίθενται δια συντήρησιν». 
Στην στήλη με τα εξωκκλήσια αναγράφονται ο Άγιος Αθανάσιος, η Αγία Παρασκευή και ο Άγιος Νικόλαος. 

Ιερείς του ναού της Αγίας Μαρίνας

Χρήστος Πυργιώτης (ή Περγιώτης). Είναι ο πρώτος ιερέας που αναγράφετε στην κατάσταση που συνέταξε ο μητροπολίτης Ελασσώνος Καλλίνικος κατά την άφιξή του το 1924 και αφορά τα έτη 1925-26 (σελ. 115).  Η καταγωγή του, όπως ανέφερε ο παππά-Κώστας Γκουντρουμπής, πρέπει να ήταν από τον Πύργο της Ηλείας, για αυτό και πήρε το επίθετο Πυργιώτης. Ήταν πεθερός του Βασίλη Βαίτση και του Φώτη Μακρή. Ο Κωνσταντίνος Μακρής (γιος του Φώτη Μακρή), λέει πως ήταν και δάσκαλος στο σχολείο του χωριού, το οποίο στεγαζόταν σε οίκημα δίπλα στην εκκλησία. Ο γιος του Πυργιώτης ή Περγιώτης Ιωάννης του Χρήστου σκοτώθηκε στην Μικρά Ασία στις 1 Ιανουαρίου 1920. 
Το 1927 αναφέρετε ως ιερέας του χωριού Γλίκοβον ο Κωνσταντίνος Καραποστόλης, απόφοιτος του Δημοτικού, χειροτονηθείς παρά του Αιμιλιανού Γρεβενών, έγγαμος. Σε επόμενη στήλη είναι γραμμένη η λέξη «απεβίωσε» και στη θέση του, το 1929, χειροτονήθηκε από το Καλλίνικο, ιερέας ο Γεώργιος Γκουντρουμπής, απόφοιτος Δημοτικού, έγγαμος, ο οποίος λειτούργησε έως το 1955 (σελ. 122).

Μετά το 1955 πέρασαν ως ιερείς στο Σαραντάπορο, ο παπά-Γεράσιμος, ο παπά-Δαμιανός, ο παπά-Θωμάς από την Τσαπουρνιά, ενώ από το 1963 μέχρι το 1976 εφημέριος του χωριού ήταν ο Βασίλειος Βαλδούμας από το Λυκούδι.

Στις 23 Μαίου 1976 χειροτονήθηκε Διάκος ο Κωνσταντίνος Γκουντρουμπής και στις 29 Ιουνίου του ίδιου χρόνου ανέλαβε ιερέας μέχρι 2009 που συνταξιοδοτήθηκε και ανέλαβε ιερέας του Σαρανταπόρου ο Κωνσταντίνος Γκαλίτσιος.

Κυριότεροι ιεροψάλτες του ναού υπήρξαν ο Χρήστος Βαίτσης, ο Γεώργιος (Γούλας) Τσιάμης και ο Αθανάσιος Ντάλλας.

Ο Ιερός Ναός της Αγίας Μαρίνας πανηγυρίζει στις 17 Ιουλίου. Το Σαραντάπορο "φοράει τα καλά του" και για δυο ημέρες, την παραμονή και ανήμερα της γιορτής της Αγίας, δέχεται πλήθος πιστών και επισκεπτών από διάφορες περιοχές.           



Επάνω η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας πριν την κατεδάφισή της το 1995 και κάτω ο σημερινός ναός.

 


      

Ο ιερέας του Σαρανταπόρου Γεώργιος Γκουντρουμπής (1929-1955)

 

Ιερείς και κάτοικοι του χωριού, στην πλατεία του Σαρανταπόρου.

  

Ο παπά-Βασίλης Βαλδούμας, σε κοινωνική συνάθροιση σε σπίτι στο Σαραντάπορο.


 

Ο Κωνσταντίνος Γκουντρουμπής, ως νέος Ιερέας του Σαρανταπόρου, στη γιορτή της Παναγίας στο Μοναστήρι.

  

Μέγας Αρχιερατικός εσπερινός την παραμονή της γιορτής της Αγίας Μαρίνας


---------------------------------------
***Πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να δείτε βίντεο για την Αγία Μαρίνα Σαρανταπόρου



*** Έρευνα και παρουσίαση θέματος 
        Γιάννης Α. Ντάλλας

 

ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ

Σχεδόν πεντακόσια χρόνια κράτησε η κυριαρχία των Οθωμανών στην περιοχή της Ελασσόνας. Παρόλα αυτά όμως δεν υπάρχει καμία αναφορά, γραπτή ή προφορική, για ύπαρξη οθωμανικού τεμένους στον οικισμό του Γκλικόβου (Σαραντάπορο). Στο χωριό υπήρχαν και υπάρχουν και σήμερα το Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το Παλιομανάστερο (κατά την τοπική παράδοση αποτελούσε την αρχική θέση της Μονής), η ενοριακή εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. ο ναός του Αγίου Αθανασίου και τα εξωκλήσια του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Παρασκευής. Σχετικά πρόσφατα στις αρχές του 1990 νοτιοδυτικά του χωριού, ανεγέρθη και ο ναός της Αγίας Ξένης.

Το αφιέρωμα στο θρησκευτικό - εκκλησιαστικό στοιχείο του Σαρανταπόρου ξεκινά με την Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

                                   

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

            

Η Μονή της Παναγίας όπως είναι σήμερα από Βορειοανατολικά


Το Μοναστήρι της Παναγίας όπως το αποκαλούν οι κάτοικοι του Σαρανταπόρου, είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και βρίσκεται νοτιοδυτικά του χωριού, δίπλα στο ρέμα του Μουκριώτη. Γιορτάζει δύο φορές το χρόνο, την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής (έκτη μέρα του Πάσχα) και στις 8 Σεπτεμβρίου στο Γεννέσιο της Θεοτόκου. Μέχρι πρόσφατα τις αρχές της δεκαετίας του 1990 σωζόταν η Πύλη εισόδου και τμήματα του περιβόλου και των κελιών. Φαίνεται ότι ο χαρακτήρας του ήταν φρουριακός, με κτίσματα στις τέσσερις πλευρές του περιβόλου και στο μέσον το καθολικό. Δυστυχώς όμως λόγω κάποιων άστοχων αποφάσεων που ελήφθησαν εκείνη την περίοδο, από το μοναστήρι σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό με τις ωραιότατες τοιχογραφίες και η Τοξωτή Πύλη του μετατράπηκε σε καμπαναριό. 
Η αρχική του θέση ήταν στην περιοχή Παλιομανάστερο, βορειοδυτικά του χωριού και το  μετέφερε σε αυτή τη θέση ο αρματωλός Πάνος Ζήδρος στα μέσα του 18ου αιώνα, πριν πληγεί το χωριό από επιδημία χολέρας. (Πηγή: Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 34ος, σελίδα 354, «Δημ. Γκουτζουρέλας Τα τοπωνύμια του Σαρανταπόρου»)

Η λαϊκή παράδοση λέει πως οι κάτοικοι του Σαρανταπόρου και της Τσαπουρνιάς, είχαν συμφωνήσει να μεταφέρουν το μοναστήρι στη ράχη Μυρσίνη της Τσαπουρνιάς, αλλά δεν συμφωνούσαν οι καλόγεροι. Τελικά η απόφαση για τη μεταφορά πάρθηκε, όμως το άλογο που μετέφερε την εικόνα της Παναγιάς από το Παλιομανάστερο προς τη Μυρσίνη, σταμάτησε στη θέση Πατλιά της Παναγίας, πάνω από το σημερινό κοιμητήριο του χωριού (εκεί που σήμερα βρίσκεται ένα εικονοστάσι) και δεν προχωρούσε. Το άλογο γλίστρησε στο σημείο που ειναι το εικονοστάσι και άφησε σημάδι (πατημασιά) με την οπλή του. Για το λόγο αυτό το σημείο ονομάζεται και Πατησιά της Παναγιάς. Ύστερα από πολλές πιέσεις το άλογο προχώρησε και σταμάτησε ξανά στη θέση που είναι σήμερα το μοναστήρι. Η ακινησία του θεωρήθηκε θέλημα της Παναγίας να χτιστεί εδώ το Μοναστήρι της. (Πηγή: Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 34ος, σελίδα 358, «Δημ. Γκουτζουρέλας Τα τοπωνύμια του Σαρανταπόρου»)

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ
(Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμος 78, σελίδες 254-256
Νικόλαος Τάχατος, «Μια επιστολή του ηγουμένου της Μονής Σαρανταπόρου προς τον επόπτη Ιωακείμ Αρδαμερίου - 8.1.2020»

Σύμφωνα με την παράδοση το μοναστήρι χτίστηκε το 1750 από τον περίφημο αρματολό  Ζήδρο. Κατά την διάρκεια της λειτουργίας του το μικρό αυτό ενοριακό μοναστήρι διαχειριζόταν σχετικά μικρή περιουσία, ενώ διατηρήθηκε σε λειτουργία μέχρι το 1921. Στις 28 Δεκεμβρίου 1924 ο Μητροπολίτης Ελασσόνας Καλλίνικος, έστειλε επιστολή-πρόταση προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου για συγχώνευση της Μονής με την Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου Κοκκινόγης (Δεμηράδων). Το 1935 εκδηλώθηκε πυρκαγιά που αποτέφρωσε τον ναό της Μονή, όπως φαίνεται από την επιστολή που έστειλε ο μητροπολίτης Ελασσώνος Καλλίνικος προς την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και ανέφερε τα εξής: "επληροφορήθην την επισυμβάσαν εν τη της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σαρανταπόρου (Γλυκόβου) πυρκαϊάν αποτεφρώσασα τον ναΐσκον της Μονής, ανεγερθέντα κατά το έτος 1758 υπό του Ζήδρου ( Πάνου) διασήμου αρματολού πενθερού επί θυγατρί του Πάνου Τσάρα, πατρός του Νικοτσάρα. Ελπίζω δε να επιτύχω πολύ συντόμως την κατασκευήν στέγης και την πύλην δι εράνου ον θα ενεργήσω μεταξύ των χριστιανών Σαρανταπόρου κατά τον θερισμόν".
Το καθολικό είναι τρίκλιτη ξυλόγλυπτη βασιλική με τοξοστοιχίες που φέρουν δύο σειρές από αρράβδωτους κίονες και προστώο. Το Ιερό Βήμα χωρίζεται από χαμηλό νεότερο τέμπλο και η δίρρηχτη στέγη είναι από νεώτερα κεραμίδια γαλλικού τύπου. Εντυπωσιακές είναι οι τοιχογραφίες που διατηρούνται στην εξωτερική επιφάνεια του Δυτικού τοίχου όπου αναπτύσσεται η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας και αγιογραφούνται σημαντικές μορφές της Ιστορίας όπως ο Ναβουχοδονόσορ, η Σεμίραμις, ο μέγας Αλέξανδρος. 
Ήδη από το 1916 το μοναστήρι βρισκόταν σε κακή οικονομική κατάσταση καθώς όπως γνωρίζουμε το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο είχε ειδοποιηθεί από τον ηγούμενο Ιωαννίκιο ότι την χρονιά εκείνη η μονή δεν θα είχε καθόλου έσοδα: "το εκ των 40 προβάτων και 40 αιγών γάλα χρειάζεται δια την συντήρησιν των εν τη Μονή ευρισκομένων, κατασκευασμένου του γάλακτος εις τυρίου και βούτυρον". Η κατάσταση αυτή δεν βελτιώθηκε τα επόμενα χρόνια όπως φαίνεται από την επιστολή του επόπτη Ελασσώνας Αρδαμερίου Ιωακείμ το 1920. Ο ιερομόναχος Ιωαννίκιος εξακολουθεί να είναι ηγούμενος αλλά πλέον είναι ενενήντα χρονών, κλινήρης και αδυνατούσε να διαχειριστεί την όποια περιουσία είχε απομείνει. Αυτή την διαχειριζόταν ο εκάστοτε αγροφύλακας χωρίς να κρατά λογιστικά βιβλία και συνεπώς δεν υπήρχε ξεκάθαρη εικόνα εσόδων -εξόδων.
Το πιο ανησυχητικό γεγονός όμως συνέβη στα μέσα του έτους 1918. Ο πρωτοσύγκελος της μητρόπολης Ελασσώνος παπά Αντώνιος Χρυσάφης εγκατέστησε μοναχό επίσης με το όνομα Αντώνιο, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ως διαχειριστή της περιουσίας της Μονής. Μετά από οχτώ μήνες και αφού προέβη σε πολλές καταχρήσεις, εξαφανίστηκε. Στον ηγούμενο Ιωαννίκιο παρέδωσε απλά σημειώματα, μιας και τα βιβλία τα έκαψε για να μην υπάρχουν στοιχεία των καταχρήσεων του.
Εξαιτίας του γεγονότος αυτού ο Αρδαμερίου Ιωακείμ είχε μεγάλη δυσκολία στο να συντάξει αξιόπιστο προϋπολογισμό εσόδων – εξόδων. Ο μόνος εξάλλου υδρόμυλος της μονής ουδέποτε είχε ενοικιασθεί πάνω από 1.200 δρχ. , πλην του έτους 1917.  Η επιστολή μας δίνει την σημαντική πληροφορία ότι το 1917 είχε υπάρξει ανοδική τιμή του σιταριού, οπότε και τα ενοίκια των υδρόμυλων ήταν υψηλά, κάτι που σημαίνει ότι εκείνο το έτος η επαρχία είχε κακή σοδειά και άρα πείνα στον ντόπιο πληθυσμό.
Το ευτύχημα για την Μονή ήταν ότι ο δραπετεύσας μοναχός Αντώνιος, που είχε καταχρασθεί και 600 δρχ. από τα ενοίκια του υδρόμυλου και χρήματα από τις πωλήσεις αιγών και προβάτων, έφυγε νωρίς και ο επόμενος διαχειριστής κατάφερε να βάλει σε κάποια τάξη τα οικονομικά.  Η μονή κατάφερε να καταβάλλει στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο τα οφειλόμενα για τα έτη 1917-18. Όμως όπως σημειώνει ο Αρδαμερίου δεν ήταν δυνατόν να αναπληρωθεί το χρηματικό κενό που είχε προκύψει μετά από τις καταχρήσεις του μοναχού Αντώνιου. Τελειώνοντας την επιστολή του ζητούσε την κατανόηση του Ταμείου για την κατάσταση της Μονής, κατήγγειλε την συμπεριφορά του πρωτοσύγκελου Αντώνιου Χρυσάφη και διαβεβαίωνε ότι θα κατέβαλλε όσες προσπάθειες χρειαζόταν για την ορθή διαχείριση της περιουσίας, ώστε στο μέλλον να μην υπάρχει καμία υπόνοια κατάχρησης.

 Επιστολή Αγαθάγγελου Κρανιώτη προς τον Επίσκοπο Αρδαμερίου Ιωακείμ

        
 Ιερά Μονή Γλυκόβου
Εν Γλυκόβω τη 8η Ιανουαρίου 1920
                    Προς
τον Πανιερώτατον Επίσκοπον
Αρδαμερίου κ. Ιωακείμ
Επόπτην Επαρχίας Ελασσώνος 

           Πανιερώτατε


Εκτελών υμετέραν διαταγήν προσεπάθησα να συντάξω νέον Απολογισμόν χρήσεως  1918 της Ι. Μονής Γλυκόβου, ουχ ήττον όμως είμαι υποχρεωμένος να γνωρίσω υμίν, ότι δεν κατόρθωσα να επιτύχω την σύνταξιν νέου τοιούτου απολογισμού κατά τας παρατηρήσεις του Σεβαστού Εκκλ. Αρχ. Συμβουλίου τα διαβιβαζομένα τη Υμετ. Πανιερότητι εν τω υπ. Αριθ. 2883 εγγράφου αυτού, δεν κατώρθωσα δε τούτο δια τους εξής λόγους. 
Από τριών ετών ο Ηγούμενος της εν λόγω Ι. Μονής εννενηκοντούτης και πλέον Ιερομόναχος Ιωαννίκιος κλινίρης πλέον λόγω γήρατος εγκατέλειπε την διαχείρισιν της άλλως πτωχωτάτης και εν διαλύσει Μονής ταύτης εις τον εκάστοτε αγροφύλακα της Μονής ο οποίος διεχειρίζετο άνευ βιβλίων λογιστικών.   Περί τα μέσα του 1918 ο τότε πρωτοσύγκελος της Ι. Μητροπόλεως Παπα Αντώνιος Χρυσάφης εγκατέστησε εις την Μονήν άγνωστον τινά Μοναχόν επείσης Αντώνιον ονομαζόμενον ο οποίος διαχειρισθείς επί οκτώ μήνας ως βοηθός δήθεν του κλινήρους γέροντος ηγουμένου, εδραπέτευσε κατόπιν καύσας ως πληροφορούμαι τα βιβλία της Μονής δια να μη αποκαλυφθώσι αι καταχρήσεις του.-- Παρέδωσε δε εις τον γέροντα ηγούμενον σημειώματα τινά επί τη βάση των οποίων συνέταξα εγώ τον απολογισμόν. 
Δια τα ταύτα δε παρατηρούνται αι διαφοραί μεταξύ Προϋπολισμού και Απολογισμού και ως προς μεν το κονδύλιον εκ της ενοικιάσεως του υδρομύλου γνωρίζω υμίν ότι ο μύλος ούτος ουδέποτε ενοικιάσθη πλέον των 1.200 δραχμών πλην  του 1917 οπότε ως γνωστόν, συνεπεία της μεγάλης υπερτιμήσεως του σίτου, φυσικά και το ενοίκιον των υδρομύλων είχεν υψωθή υπερβολικώς και συνεπώς 600 δραχμάς κατεχράσθη ο δραπετεύσας μοναχός Αντώνιος. Ως προς το κονδύλιον των 300 δραχμών των μετρηθεισών ες τον Άγιον Θεουπόλεως δεν ήτο δυνατόν να αναγραφή εν τω προϋπολογισμώ καθόσον εν τη εποχή της συντάξεως του προϋπολογισμού δεν είχεν ακόμη έλθει εις την επαρχίαν του. 
Δια τους αυτούς λόγους παρατηρείται και ομολογουμένη κατάχρησις εις την πώλησιν τράγων, αιγών, αμνών, ευτυχώς ότι η δραπέτευσις του εν λόγω καταχραστού Μοναχού εγένετο ενωρίς διότι άλλως θα είχομεν πλήρη την καταστροφήν της Μονής, επείσης ήτο ευτήχημα δια την Ι. Μονήν ότι ο κατόπιν αναλαβών την επιστασίαν της Μονής ευσεβής και τίμιος χριστιανός Μπίτος Δάλλας και παρά του οποίου παρέλαβον εγώ την διαχείρισιν, κατέβαλε το δικαίωμα του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου του 1917 και 1918, άλλως θα ήταν και ταύτα καθυστερούμενα. 
Εάν ήδη το Σεβ. Εκκλ/κόν Αρχ. Συμβούλιον θελήση να καταβληθή και περίσσευμα το υπό του δραπετεύσαντος Μοναχού καταχρασθέν ποσού ήτοι εξακόσιαι δραχμαί εκ της ενοικιάσεως του μύλου και η διαφορά εκ της πωλήσεως των αιγοπροβάτων, παρακαλώ να ευαρεστηθή να με διατάξει πόθεν να εξεύρο το χρήμα τούτο. Αλλά ως φαίνεται εκ του υποβαλλομένου απολογισμού του 1919 και προϋπολογισμού του 1920 δεν είναι δυνατόν να εξοικονομηθεί το χρήμα τούτο εκ της τρεχούσης διαχχειρίσεως των εσόδων μόλις ανταποκρινομένων εις τας ανάγκας της Μονής. 
Υποβάλλω ήδη εις διπλούν τον προϋπολογισμόν χρήσεως 1920 της αυτής Μονής και τον Απολογισμόν χρήσεως 1919. Βεβαίως ο απολογισμός του 1919 είναι κατώτερος του αντιστοίχου προϋπολογισμού. Και τούτο όμως προέρχεται εκ του γεγονότος ότι ο προϋπολογισμός συνετάχθη αμελητήτως υπό του δραπετεύσαντος Μοναχού ων συνεργία του πάτρωνος του Παπαντωνίου Χρυσάφη, διότι ούτοι χωρίς να αποβλέπωσι εις την πραγματικότητα εξώγκωσον τα κονδύλια του προϋπολογισμού δια να μην εγείρωσιν υπονοίας δια τας μελλούσας καταχρήσεις των.

                                                       Μετά σεβασμού

                                                 Αγαθάγγελος Κρανιώτης



Επιστολή Μητροπολίτη Ελασσόνας Καλλίνικου
προς το Δ.Σ του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου
(Έρευνα-παρούσιαση επιστολής Νίκος Τάχατος)

 

Αριθμ. Πρωτ. 1649

Προς

Το Διοικητικόν Συμβούλιον 
του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου

Εν τη ημετέρα Μητροπολιτική περιφέρεια υφίσταται Ιερά Μονή επ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου κοινώς ονομαζομένη Ιερά Μονή Γλυκόβου. Η Μονή αυτή ουδένα έχουσα μοναχόν και μη δυναμένην κατόπιν της απαλλοτριώσεως απάσης σχεδόν της περιουσίας της υπέρ των αγροτών του χωρίου Γλυκόβου να συντηρηθή δια της εναπομεινάσις πενιχράς περιουσίας, συνεσταμένης εξ ενός υδρομύλου και ελαχίστων αιγοπροβάτων, αδύνατον δε ούτης και της εξευρέσεως προσώπου να αναλάβει την Ηγουμενία αυτής προσωρινώς ήδη διοικούμενης υπό τινός εγγάμου ιερέως δια τους λόγους τούτους προτείνω τη συγχώνευσιν της ως άνω Ιεράς Μονής Γλυκόβου μετά της εγγύερον ταύτη κειμένης Ιεράς Μονής Δεμεράδων και παρακαλώ το Διοικητικόν Συμβούλιον όπως ευαρεστηθή και προκαλέση το Διάταγμα της συγχωνεύσεως.

Εν Ελασσώνι τη 28 Δεκεμβρίου 1924

 Ο Ελασσώνος Καλλίνικος



Το 1985 με πρωτοβουλία του Συλλόγου Απανταχού Σαρανταποριτών και του Μορφωτικού Συλλόγου Σαρανταπόρου, δημοσιεύθηκε στον Ή τόμο του Θεσσαλικού Ημερολογίου, στη σελίδα 129,  μια μελέτη με τίτλο «Το Μοναστήρι της Παναγίας στο Σαραντάπορο της Ελασσόνας». Την μελέτη συνέγραψε ο Στέφανος Δαλαμπύρας και οι φωτογραφίες τις εποχής, οι οποίες δεν κατέστη δυνατόν να δημοσιευθούν και εδώ , ήταν της Αργυρώς Πάσχου-Παρίση. Παρατίθεται αυτούσια και δίνει πλήρη την εικόνα του μοναστηριού.


1. Η θέση του

Το Μοναστήρι της Παναγίας βρίσκεται σε απόσταση 2 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά του χωριού, στις περιοχές «Ημεράδια» και «Στενοχώραφο», στη συμβολή δύο μεγάλων και βαθιών χαραδρών, Οι χαράδρες αυτές κάνουν το μοναστήρι εντελώς αθέατο και αποτελούν προσβάσεις και διέξοδο προς τα στενά του Σαρανταπόρου και προς τις γειτονικές οροσειρές των Καμβουνίων των Πιερίων και του Ολύμπου. Επειδή τα στενά του Σαρανταπόρου συνδέουν τη Θεσσαλία με τη Μακεδονία, το Μοναστήρι της Παναγίας ανέπτυξε σπουδαία εθνική δράση στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.


2. Το σχήμα της περιβόλου

Η μορφολογία του εδάφους είναι ομαλή και επέτρεψε την κατασκευή ενός τετράγωνου κτίσματος, οι πλευρές του οποίου έχουν τις εξής περίπου διαστάσεις: Α=35-36 μ. Δ=34-35 μ. Ν.=34-35 μ. Β=33-34 μ. Οι μικροδιαφορές στις διαστάσεις των πλευρών είναι ασήμαντες και οφείλονται στη μορφολογία του εδάφους και στη λαθεμένη μέτρηση των πλευρών κατά την κατασκευή τους από τους οικοδόμους. Με βάση αυτό, το σχήμα του περιβόλου προσεγγίζει περισσότερο προς το τετράγωνο παρά προς το ορθογώνιο.

3. Ο πυλώνας του Μοναστηριού

Η πύλη του μοναστηριακού περιβόλου βρίσκεται στο κέντρο περίπου της ανατολικής πλευράς, με μικρή απόκλιση προς το νοτιοανατολικό τμήμα. Εδώ κατέληγε άλλοτε, ο δρόμος του μοναστηριού που ξεκινούσε από το κέντρο του χωριού. Ο σημερινός δρόμος διέρχεται από τη δυτική πλευρά του μοναστηριού, διακλαδίζεται στη ΒΔ γωνία-στροφή, διέρχεται όλη τη βορινή πλευρά, γυρίζει προς την ανατολική και καταλήγει στην πύλη. Μπροστά της εκτείνεται ένας μεγάλος ελεύθερος χώρος με ανοιχτό ορίζοντα, καθώς το μαρτυρούν το μεγάλο πέτρινο αλώνι κι ο άλλοτε αμπελώνας στη ΒΑ πλευρά. 
Η πύλη είναι τοξοειδής και γερά κατασκευασμένη. Οι θολίτες του τόξου είναι από ορθογώνιους πωρόλιθους με επιμελημένη επεξεργασία. Οι παραστάδες του τόξου, που αρχίζουν από τη βάση και φτάνουν μέχρι τη γέννησή του, αποτελούνται από πέντε πωρόλιθους. Το τόξο αποτελείται από είκοσι ορθογώνιους θολίτες από πωρόλιθο που έχουν χτιστεί με πολλή επιμέλεια. Το ύψος του τόξου είναι 1,90 μ. περίπου και το πλάτος 1,70 μ. Εσωτερικά το σχήμα γίνεται ορθογώνιο, με μεγαλύτερες διαστάσεις (2,10 Χ 2 μ. περίπου) για κυκλοφοριακούς λόγους. 
Η θύρα, που καταστράφηκε από χρόνια, ήταν δίφυλλη. Ήταν βαριάς κατασκευής καθώς το δείχνει το τετράξυλο (κάσα) που σώζεται ακόμα και αποτελείται από πολύ χοντρά ξύλα, στερεωμένα γερά και καρφωμένα στις ξυλοδεσιές της τοιχοποιίας, που εκτείνεται εσωτερικώς της πύλης. Η τοιχοποιία αυτή προχωρεί εσωτερικώς της πύλης 3 με 4 μ. και χρησιμεύει ως αντέρεισμα, γιατί βρίσκεται κάθετα προς την τοιχοποιία της πύλης και του περιβόλου. 
Τα θυρόφυλλα (σώζονταν μέχρι το 1954) αποτελούνταν από χοντρά σανίδια, καρφωμένα σε γερά δοκάρια, που σχημάτιζαν ορθογώνιο πλαίσιο και ενισχύονταν με άλλους οριζόντιους και χιαστί ή λοξούς δοκούς. Η διάταξη των δικών ενίσχυε δυνατά τα θυρόφυλλα, που στηρίζονταν σε 3 ρεζέδες, δημιουργήματα των ντόπιων χαλκάδων. Εξωτερικά τα θυρόφυλλα ενισχύονταν με σιδερένια επένδυση και με μεγάλα πλατυκέφαλα καρφιά με τη εξής διάταξη: 2 οριζόντιες σειρές και 2 άλλες που σχημάτιζαν γωνία, η οποία άρχιζε από την κορυφή και κατέληγαν οι πλευρές στη βάση. Η διάταξη αυτή απαντάται στις θύρες των αρχοντικών της Τσαριτσάνης και των Αμπελακίων. Εσωτερικά η θύρα του μοναστηριού ασφαλιζόταν με μεγάλο και ισχυρό μάνταλο και με ένα σίδερο ασφαλείας για το αριστερό θυρόφυλλο. 
Στην πάνω πλευρά της η θύρα είχε δυο μικρούς μάνταλους, έναν για κάθε θυρόφυλλο, των οποίων διασώζονται οι υποδοχές. Η ισχυρή κατασκευή της τοξωτής πύλης, η βαριά μορφή των θυρόφυλλων και οι τρόποι ασφάλισης, παρείχαν μεγάλη ασφάλεια στο μοναστήρι. Πάνω από την πύλη υπάρχει μια κόγχη (0,65Χ0,55Χ0,10 μ.) για την τοιχογραφία ή για την εικόνα της Παναγίας. 
Στη δυτική πλευρά, κοντά στη ΝΔ γωνία, υπάρχει η δεύτερη μικρή πύλη, με διαστάσεις 1,60Χ1,20 μ. Ήταν μονόφυλλη και ασφαλιζόταν εσωτερικώς με μάνταλο ή με αμπάρα. Η πύλη συνδεόταν με κάποιο μονοπάτι που κατέβαινε στο ρέμα. Από αυτήν γινόταν κυρίως η κυκλοφορία των φορτηγών ζώων και των γιδοπροβάτων του μοναστηριού. ‘Ήταν επίσης και η έξοδος κινδύνου που οδηγούσε στις βουνοκορφές του Σαρανταπόρου.


4. Η τοιχοποιία

Στην τοιχοποιία του περιβόλου και του μοναστηριού γενικότερα, κυριαρχεί ο σχιστόλιθος με ακανόνιστο σχήμα και με μικρές διαστάσεις, εκτός από τις γωνίες, όπου είναι μεγαλύτερος και με επιμελημένη επεξεργασία. Ως συνεκτικό υλικό χρησιμοποιήθηκε ο πηλός. Το πάχος της είναι 0,55-0,65 μ. συγκριτικά με άλλα κτίσματα παρουσιάζει κάποια μικρή μείωση, που καλύπτεται από τον αριθμό των ξυλοδεσιών. 
Οι ξυλοδεσιές είναι από γερά ξύλα της περιοχής. Στην νοτιοανατολική πλευρά έχει 3, στη βόρεια 2, από τις οποίες η μια καλύπτεται με ασβεστοκονίαμα και η ανατολική 5. Σε μερικά σημεία της τοιχοποιίας ο αριθμός τους αυξάνει λόγω του διαφορετικού ύψους που παρουσιάζει από την ανωμαλία του εδάφους. Και η μεταξύ τους απόσταση διαφέρει ανάλογα με το ύψος που έχουν να καλύψουν και ανάλογα με τα σημεία που έχουν και πρέπει να ενισχύσουν. Στη νότια πλευρά οι αποστάσεις έχουν έτσι: η α 0,90 μ. η β 0,80 μ. και η γ 1,20 μ. Στην ανατολική πλευρά η απόσταση κυμαίνεται από 1 μέχρι 1,10. 
Το ύψος των πλευρών διαφέρει επειδή το έδαφος είναι επικλινές. Η Ν.Α. πλευρά έχει ύψος 5,60μ. με ψηλότερη τη νότια και η βόρεια 3-4 μ. Εσωτερικά ο χώρος έχει ισοπεδωθεί και για αυτό το ύψος παρουσιάζει, σε γενικές γραμμές, ομοιομορφία. Οι υψομετρικές διαφορές, ιδίως της νότιας πλευράς, καλύπτονται με τα υπόγεια διαμερίσματα. Ανεξάρτητα όμως από τις υψομετρικές διαφορές του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου, η στάθμη της τοιχοποιίας ολόκληρου του μοναστηριακού συγκροτήματος, παραμένει σταθερή στο ίδιο περίπου σημείο. 
Στη Β.Δ. γωνία του περιβόλου υπάρχει ένας ισχυρός λιθόκτιστος πύργος, ευθυγραμμισμένος και ενταγμένος με τα άλλα κτίσματα του μοναστηριακού συγκροτήματος. Ο θόλος του είναι με σχιστόλιθο και με παχύ ασβεστοκονίαμα. Για να συγκρατεί τις πλάγιες ωθήσεις, είχε στις γεννήσεις του ελκυστήρες-ξύλινα δοκάρια, των οποίων σώζονται σήμερα οι υποδοχές. Οι εσωτερικές διαστάσεις του πύργου είναι: μήκος 4,80 μ. και πλάτος 3,50 μ. Έχει συνολικά 12 πολεμίστρες: 4 στη νότια πλευρά (2 πάνω και 2 κάτω), 6 στην ανατολική (3 πάνω και 3 κάτω) και 2 στο κάτω μέρος της βορινής πλευράς. Η δυτική πλευρά επειδή καταστράφηκε δεν γνωρίζουμε πόσες πολεμίστρες είχε. Για καλύτερη ασφάλεια ο πύργος δεν είχε παράθυρο. Φωτιζόταν από τις πολεμίστρες. 
Η κυκλοφορία του πύργου γινόταν με 3 θύρες που ήταν στις εσωτερικές πλευρές, στη νότια και στην ανατολική. Στις εξωτερικές πλευρές, δυτική και βόρεια, δεν υπήρχε θύρα για ασφάλεια. Στη νότια πλευρά υπάρχει μια ορθογώνια θύρα (1Χ1,20 μ.) ίσως και λίγο ψηλότερη, όμως σήμερα με τα διάφορα μπάζα που υπάρχουν, δεν είναι δυνατή η ακριβή μέτρηση. Το υπέρθυρο αποτελείται από ξύλινα δοκάρια. Με αυτή τη θύρα ο πύργος κυκλοφορούσε με τα νοτιοδυτικά υπόγεια διαμερίσματα, τα οποία έφταναν έως τη δυτική θύρα της εξόδου του περιβόλου. 
Στην ανατολική πλευρά υπάρχουν δύο θύρες. Η μία στη Ν.Α. γωνία, με διαστάσεις 1Χ1,20 μ. Εσωτερικά έχει ορθογώνιο σχήμα, ενώ εξωτερικά τοξοειδή και επικοινωνεί με τον ημιυπόγειο χώρο της βορινής πλευράς, που ήταν στάβλος. Η άλλη είναι στη Β.Α. γωνία, έχει τις ίδιες διαστάσεις, επικοινωνεί με τον ίδιο υπόγειο χώρο κι έχει την ίδια κατασκευή. Σήμερα κτίστηκε εσωτερικά και εξωτερικά και σχηματίστηκε στη μέση ένας κενός χώρος σαν κρύπτη, που επικοινωνεί με τον πύργο με ένα άνοιγμα (0,15Χ0,30 μ.) 
Όλες γενικά οι θύρες, έχουν τις ίδιες διαστάσεις, διότι εξυπηρετούσαν κοινό σκοπό: τη μυστική κυκλοφορία του πύργου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην ανατολική πλευρά, που είχε περισσότερη ασφάλεια, υπάρχουν 2 θύρες. Αυτές επικοινωνούν με τον υπόγειο στάβλο, που επικοινωνεί με τη σειρά του με μια μικτή ορθογώνια θύρα (1,50Χ0,95 μ.) με κάποιον προθάλαμο κι αυτός με δύο ανοιχτές ορθογώνιες θύρες-ανοίγματα, επικοινωνεί με την αυλή του μοναστηριού. Οι θύρες είναι υπόγειες, εσωτερικές και μυστικές και εξωτερικά τελείως αθέατες. Και ο ίδιος ο πύργος δεν διακρίνονταν, επειδή εξωτερικά έπιανε τη Β.Α. γωνία και ήταν ενσωματωμένος με τα άλλα κτίσματα της βορινής και της ανατολικής πλευράς και καλυπτόταν κάτω από την κοινή στέγη των κτισμάτων τους. 
Η θέση του πύργου ήταν στρατηγική, διότι επόπτευε τις κινήσεις στην κεντρική οδική αρτηρία Ελασσόνα-Σαραντάπορο-Κοζάνη. Αποτελούσε ένα ασφαλές παρατηρητήριο και αμυντικό στήριγμα του όλου μοναστηριακού συγκροτήματος.


5. Ο εξωτερικός χαρακτήρας και η μορφή του μοναστηριού

Το κλειστό και ενιαίο σύστημα ασφάλειας, τα ψηλά και ισχυρά τείχη, ο λιθόκτιστος γωνιακός πύργος και η βαριά κατασκευή του πυλώνα, συνθέτουν όλα μαζί τον φρουριακό χαρακτήρα του μοναστηριού. Τα στοιχεία αυτά ήταν απαραίτητα για να προστατέψουν τους μοναχούς από τις ληστρικές επιδρομές των τουρκαλβανών, που ήταν συχνές.


6. Γενική διάταξη του εσωτερικού

Για την ομαλή επικοινωνία, για τη συμβίωση και για τη δημιουργία κλίματος της πνευματικής ζωής των μοναχών, έπρεπε να ρυθμιστεί ο εσωτερικός χώρος με αυστηρό πνεύμα οικονομίας, ώστε να συμπεριλάβει όλα τα αναγκαία κτίσματα. Για τις περιπτώσεις αυτές, το πιο κατάλληλο σχήμα είναι το κλειστό, ενιαίο και οργανωμένο, που παρέχει χώρο, ελευθερία στις κινήσεις και οργανωμένη ζωή. Τα διάφορα κτίσματα είναι τοποθετημένα στις 4 πλευρές του περιβόλου κι έτσι δημιουργήθηκε μια εσωτερική ευρύχωρη αυλή, με το καθολικό στο κέντρο της. 
Τα κελιά, το αρχονταρίκι και το ηγουμενείο, είναι στη βόρεια και στη νότια πλευρά, η τράπεζα, το αρτοποιείο και το μαγειρείο στη δυτική και στην ανατολική πλευρά. Το αφοδευτήριο βρίσκεται στην άκρη της νότιας πλευράς, έξω από τον περίβολο.


7. Διάταξη και μορφή των κελιών

Όπως είπαμε τα κελιά είναι στη βόρεια και στη νότια πλευρά, καταλαμβάνοντας ολόκληρο το χώρο τους. Αποτελούνταν από έναν ισόγειο όροφο, πάνω από τον ημιυπόγειο, στηριγμένα πάνω στον τοίχο της περιβόλου, με τον οποίο είναι δεμένα με συμπαγή τρόπο. Είναι τοποθετημένα σε ευθεία γραμμή, με πρόσοψη στον εσωτερικό μοναστηριακό χώρο, για να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τις βιοτικές και πνευματικές ανάγκες των μοναχών. 
Στη βορινή πλευρά υπάρχουν 4 μεγάλα κελιά που έχουν μήκος 5,50-6 μ., πλάτος 3μ. και ύψος 2 μ., εκτός από το μεσαίο, που έχει διαστάσεις 7,50Χ3 μ. Σε όλο το μήκος της βόρειας πλευράς εκτείνεται στο μέτωπο των κελιών το μακρόστενο και λίγο επικλινές υπόστεγο, που είναι συνέχεια της στέγης τους. Έχει πλάτος 2,30 μ. περίπου, ύψος 2 μ. και ακολουθεί στην αρχή το φυσικό ύψος των κελιών, ενώ μετά παίρνει κάποια κλίση για να φεύγουν τα νερά της βροχής. Στηρίζεται μπροστά σε ξύλινους στύλους, με ίσια ξύλινα επιστήλια επάνω. Το υπόστεγο ή λιακωτό βοηθούσε στην καλύτερη κυκλοφορία των μοναχών, από κελί σε κελί και τους προστάτευε στις άσχημες καιρικές συνθήκες. 
Το δάπεδο των κελιών που είναι ξύλινο, έχει γερά δοκάρια και πλατιά χοντρά σανίδια. Στη μέση κάθε κελιού υπάρχει μια θύρα, με εξωτερικές διαστάσεις 1.35Χ0,65 μ. και βάθος 0,60 μ. και εσωτερικές 1,45Χ1,10 μ. Το μικρότερο εξωτερικό ύψος (1,30 μ.) παρέχει ασφάλεια στο κελί, διότι ο εισερχόμενος πρέπει να σκύψει για να μπει. Το μικρό πλάτος (0,65) επιτρέπει την είσοδο μόνο σε ένα άτομο. 
Η θύρα είναι μονόφυλλη με χοντρά σανίδια, καρφωμένα σε ισχυρά μικρά δοκάρια στα οποία στηρίζονται 3 ρεζέδες, όμοιοι στην κατασκευή με τους ρεζέδες της θύρας του περιβόλου. Εσωτερικά η θύρα ασφαλίζεται με αμπάρα που μπαίνει στις υποδοχές των τοίχων και επιπλέον με ένα σύρτη. Το ευθύγραμμο υπέρθυρο αποτελείται από ξύλινα δοκάρια. 
Σε κάθε κελί υπάρχει και ένα παράθυρο στη νότια πλευρά, που βλέπει στην αυλή. Εξωτερικά έχει διαστάσεις: ύψος 0,70 μ. και πλάτος 0,50 μ. ενώ εσωτερικά το ύψος είναι 0,85 μ. και το πλάτος 0,80 μ. Το βάθος του είναι 0,60 μ. Η ποδιά είναι όσο το πάχος της τοιχοποιίας (0,60 μ.) με επίπεδη επιφάνεια. Εσωτερικά το παράθυρο καλύπτεται με κανάτι (0,70Χ0,42 μ.), που αποτελείται από δύο χοντρά και πλατιά σανίδια και ανοίγει προς τα μέσα για ασφάλεια. 
Στην εξωτερική βορινή πλευρά κάθε κελιού, υπάρχει ένα άλλο παράθυρο ανοιγμένο ψηλά στη ΒΑ γωνία για λόγους ασφαλείας. Αυτό έχει εσωτερικές διαστάσεις  0,60Χ0,55 μ. που ελαττώνονται εξωτερικά. Η επίπεδη ποδιά του έχει διαστάσεις 0,55Χ0,60 μ. κι αυτό γιατί καλύπτεται εσωτερικά από κανάτι. Και τα δυο παράθυρα, εσωτερικό και εξωτερικό, ανοίχτηκαν στο δεξιό τμήμα του κελιού, όπου βρίσκονται η θύρα και το ερμάριο. 
Στο ΒΔ κελί διασώζεται στη μέση περίπου της ανατολικής πλευράς, ένα τριθέσιο ερμάριο (1,15Χ0,55 μ.) με δυο μεγάλα ράφια (0,45Χ0,55 μ.). Η τρίτη θέση που είναι στη βάση, έχει ύψος 0,15 και πλάτος 0,55 μ. 
Από τα 4 κελιά μόνο σε αυτό της ΒΔ γωνίας υπάρχει εστία (τζάκι) στη μέση της βορινής πλευράς. Δεξιά και αριστερά της υπάρχει από ένα άνοιγμα (0,20Χ0,30 μ.) στα  οποία οι μοναχοί τοποθετούσαν διάφορα πράγματα. Φαίνεται ότι σε αυτό το κελί έμεναν οι μοναχοί το χειμώνα. Η οροφή του στηριζόταν σε 9 μεγάλα μαδέρια. Το μεσαίο κελί με διαστάσεις 7,50Χ3 μ. φαίνεται πως ήταν το αρχονταρίκι του μοναστηριού. 
Το τέταρτο κελί πιάνει την ΒΑ γωνία και συνδέεται εσωτερικά με ένα άλλο κελί της ανατολικής πλευράς. Φαίνεται πως τα δύο αυτά κελιά, αποτελούσαν ένα ενιαίο διαμέρισμα της ΒΑ πλευράς. Οι διαστάσεις του είναι 5 μ. μήκος και 3,20 μ. πλάτος. Η είσοδος έχει ορθογώνιο σχήμα (1,60 μ. με 1,70 μ. Χ 1,35 Χ 0,65με 0,70 μ.). Στη γωνία της ανατολικής πλευράς, λίγο κάτω από τη στέγη υπάρχει ένα παράθυρο με κανάτια. Υπάρχουν δυο ερμάρια, ένα στη νότια και ένα στη βορινή πλευρά, στην οποία υπάρχει ένα τετράγωνο άνοιγμα (0,20Χ0,20 μ.). 
Όλα τα κελιά είναι επιχρισμένα με παχύ στρώμα από πηλό κι έχουν οροφή με μπαγλαντί από λεπτά σανίδια, καρφωμένα σε ισχυρά δοκάρια. Η κυκλοφορία των κελιών της πτέρυγας αυτής με την αυλή, γίνεται με λίθινη σκάλα, που έχει άνοδο από τα ανατολικά και κάθοδο στα δυτικά, με ένα μεγάλο πλατύσκαλο. Η σκάλα είναι κτιστή και ελεύθερη, με ύψος 1,50 μ. περίπου και τα 5 βάθρα της καλύπτονται με ορθογώνιες σχιστολιθικές πλάκες.


8. Οι στάβλοι

Κάτω από τα κελιά, εκτός από εκείνο που βρίσκεται στο ΒΑ άκρο, υπάρχουν 3 ημιυπόγεια ή ισόγεια διαμερίσματα για τη στέγαση των ζώων. Το καθένα τους χωρίζεται σε δυο τμήματα. 
Το α με διαστάσεις 5,70 με 6 Χ 1,50 μ. βρίσκεται κάτω από το υπόστεγο και αποτελεί τον προθάλαμο του στάβλου. Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως χορταποθήκη ή ως χώρος για άρμεγμα και για πρόχειρο σταβλισμό. Η είσοδος του προθάλαμου έχει διαστάσεις 0,95Χ1,50 μ. με βάθος 0,65-0,70 μ. 
Το β τμήμα είναι ο στάβλος των ζώων, με διαστάσεις 6Χ3 μ. Εσωτερικά υπάρχουν ορθογώνια ανοίγματα που περιβάλλονται με ορθογώνιες σχιστολιθικές πλάκες. Τα ανοίγματα αυτά (0,30Χ0,53 μ.) βρίσκονται: στα βόρεια 2, στα ανατολικά 1 και στα νότια 1. Εδώ τοποθετούσαν διάφορα πράγματα απαραίτητα στη συντήρηση των ζώων. 
Οι στάβλοι έχουν ισόγεια επικοινωνία με τον πύργο. Η είσοδος τους έχει διαστάσεις 1,50Χ0,95 με 1 μ. και βάθος 0,65 με 0,70 μ. και βρίσκεται στον ίδιο σχεδόν άξονα με την είσοδο του προθαλάμου. Οι σταβλικοί χώροι δεν έχουν κανένα παράθυρο ή φωτεινό σημείο προς τα έξω για ασφάλεια και επειδή η εξωτερική πλευρά καλύπτεται σχεδόν από το έδαφος της βουνοπλαγιάς

Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ

Η ανατολική πλευρά χωρίζεται σε δυο τμήματα, δεξιά και αριστερά της κεντρικής πύλης. Το δεξιό τμήμα αποτελείται από δυο διαμερίσματα: από το α γωνιακό που πιάνει τον ΒΑ γωνιακό χώρο, που περιγράψαμε στα κελιά της βόρειας πλευράς και από το β, που είναι συνέχεια του α και βρίσκεται στα δεξιά της εισόδου και προεξέχει 5 μέτρα από τα κελιά της βόρειας πλευράς, σχηματίζοντας Γ. Τα ισόγεια μέρη αυτών των δυο διαμερισμάτων, επικοινωνούν μεταξύ τους με μια ορθογώνια είσοδο (1,65Χ1,40Χ0,65 μ.) 
Το β διαμέρισμα είναι περίπου τετράγωνο (5Χ4,85 μ.), με ένα ορθογώνιο άνοιγμα (0,35Χ0,40 μ.) στη βόρεια πλευρά. Η ισόγεια είσοδος βρίσκεται στη νότια πλευρά και έχει διαστάσεις 1,50Χ0,90 μ., με βάθος 0,65-0,70 μ. Τα ισόγεια διαμερίσματα χρησίμευαν ως αποθήκες, ενώ τα δύο ανώγεια διαμερίσματα, που είναι πάνω τους και είχαν πρόσοψη στα ανατολικά, αποτελούσαν το ηγουμενείο. 
Στην αριστερή πλευρά και πίσω από το καθολικό, υπάρχει ένα ορθογώνιο κτίσμα (14Χ5,60 μ.) με δυο τμήματα, το ημιυπόγειο και το ανώγειο. Το ημιυπόγειο τμήμα χωρίζεται σε δυο διαμερίσματα που επικοινωνούν εσωτερικά μεταξύ τους με μια ορθογώνια πύλη (1,50Χ1,05 μ.). Το α ημιυπόγειο έχει διαστάσεις 5,10Χ4,50Χ1,50 μ. Εξωτερικά επικοινωνεί με μια τοξωτή είσοδο, στο μέσω της ανατολικής πλευράς, που έχει διαστάσεις 1,40Χ1,50Χ0,60 μ. Το β ημιυπόγειο διαμέρισμα, είναι συνέχεια του α κι έχει την ίδια κατασκευή. Αυτά τα διαμερίσματα ήταν το βαγεναργιό (κελάρι) του μοναστηριού, με τις κάδες, τα κρασοβάρελα και με τις τραμιτζάνες με το τσίπουρο, που έκαναν από τα δικά του αμπέλια. Στον ανώγειο χώρο ήταν 2 κελιά που σήμερα είναι ερειπωμένα. Στο α με διαστάσεις 5,10Χ4,50 μ. που είναι κοντά στην κεντρική πύλη, φαίνεται πως έμενε ο πορτιέρης του μοναστηριού.

Η ΔΥΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ


Η Δυτική πλευρά της Μονής στη σημερινή της μορφή

 

Στη δυτική πλευρά κατασκευάστηκαν το μαγειρείο, ο φούρνος και η τράπεζα. 

Η ΤΡΑΠΕΖΑ. 
Βρισκόταν στο δεξιό άκρο της βορινής πλευράς, κοντά στον πύργο, με 7,10 μ. μήκος και 3 μ. πλάτος και 2,80-3 μ. ύψος. Κάτω της υπήρχε υπόγειος χώρος που επικοινωνούσε με τον πύργο, καθώς το δείχνει ένα ορθογώνιο άνοιγμα (1,20Χ1 μ.). Η είσοδος της τράπεζας βλέπει στην αυλή. Είναι ορθογώνια (1,20Χ0,60 μ.) και διαθέτει τις μεγαλύτερες διαστάσεις από όλες τις εισόδους τις δυτικής πλευράς. Επειδή καταστράφηκε η εξωτερική πλευρά της, δεν γνωρίζουμε πόσα παράθυρα είχε. 

ΤΟ ΜΑΓΕΙΡΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΦΟΥΡΝΟΣ. 
Τα δυο αυτά διαμερίσματα που ήταν μετά την τράπεζα, είναι αρκετά κατεστραμμένα και  για αυτό δεν μπορούμε να σχηματίσουμε σαφή εικόνα για αυτά. Δίπλα στην τράπεζα ήταν ένας αποθηκευτικός χώρος για τα υλικά και μετά το μαγειρείο που επικοινωνούσε με την τράπεζα. Το παράθυρο του μαγειρείου βρισκόταν στη δυτική πλευρά και σε μεγάλο ύψος. Στην ίδια πλευρά βρισκόταν και η εστία με την καπνοδόχο. Η είσοδος βρισκόταν στην ανατολική πλευρά και έχει διαστάσεις 1,50Χ1 μ. Λόγω της κατάρρευσης δεν διακρίνεται το ύψος της. Η θύρα ήταν μονόφυλλη και άνοιγε προς τα μέσα. Στην εξωτερική πλευρά των τριών διαμερισμάτων (τράπεζα-μαγειρείο-φούρνος) υπάρχουν 3 ορθογώνια ανοίγματα, ένα για κάθε διαμέρισμα, με διαστάσεις (0,40Χ0,30Χ0,40 μ.) όλα στο ίδιο ύψος. Είχαν πρακτική και διακοσμητική σημασία. Τοποθετούσαν  σε αυτά διάφορα αντικείμενα και διασπούσαν τη συμπαγή μάζα της επιφάνειας, δίνοντάς την κάποια κινητικότητα.
 

Η ΝΟΤΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ


Η Νοτιοδυτική πλευρά


ΤΟ ΟΡΥΓΜΑ. 
Στη βάση της νότιας πλευράς, εκτείνεται σε όλο το μήκος της ένα χτιστό και πλακόστρωτο όρυγμα-τάφρος (1,90Χ1,10 μ.). Χάρη σε αυτό γινόταν η κυκλοφορία των υπόγειων διαμερισμάτων. Σταματά λίγα μέτρα πριν την εξωτερική θύρα. Η κατασκευή του οφειλόταν στην υψομετρική διαφορά του εδάφους. Όπως είπαμε, το επικλινές έδαφος της νότιας πλευράς, καλυπτόταν από τα υπόγεια διαμερίσματα-στάβλους. Έτσι το όρυγμα οδηγούσε τα ζώα από τη βοσκή στο στάβλο και αντίστροφα. Στις περιπτώσεις των βροχών, διαμέσου του ορύγματος, διοχετευόταν τα νερά της αυλής στον εξωτερικό χώρο. 

ΤΑ ΚΕΛΙΑ. 
Πάνω από τους στάβλους σώζονται οι θύρες 5 κελιών. Τα κελιά έχουν καταρρεύσει και δεν διακρίνονται οι διαστάσεις τους. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι κάθε κελί είχε μήκος 5 μ. και πλάτος 3,20 με 3,50 μ., όπως και τα περισσότερα κελιά της βορινής πλευράς. Κάθε κελί είχε ένα παράθυρο στη νότια πλευρά που βλέπει στη χαράδρα. Εξωτερικά είχε διαστάσεις 0,50Χ0,45Χ0,65 μ. ενώ εσωτερικά 0,90Χ0,90Χ0,65 μ. 
Η είσοδος κάθε κελιού είχε ύψος 1,40με 1,45 μ., πλάτος 0,90 μ. και βάθος 0,65 μ. Η κυκλοφορία των κελιών με την αυλή γινόταν με δυο τρόπους: 1) διαμέσου του ορύγματος με μια ξύλινη σκάλα, που στηριζόταν στη βάση του και έφτανε μέχρι την είσοδο του κελιού. 2) με ράμπα από δυο γερά ξύλινα δοκάρια, στρωμένη με χοντρά σανίδια πάνω από το όρυγμα. Στη β περίπτωση θα έπρεπε να έμεναν στους στάβλους γιδοπρόβατα, διότι το ύψος της ράμπας δεν επέτρεπε να περάσουν μεγάλα ζώα. 
Η θύρα ήταν μονόφυλλη, άνοιγε προς τα μέσα και ασφάλιζε με αμπάρα. Στα κελιά δεν υπήρχε εστία-τζάκι.

ΤΟ ΑΦΟΔΕΥΤΗΡΙΟ. 
Εξωτερικά εφάπτεται στην τοιχοποιία της νότιας πλευράς. Χτίστηκε μετά τα κελιά προς το μέρος της χαράδρας. Έχει διαστάσεις 5,5Χ3,60Χ0,55 μ. Το δάπεδό του ήταν ξύλινο με μια οπή σε σχήμα οξείας γωνίας. Η είσοδός του με το μονόφυλλη θύρα είχε διαστάσεις 1,50Χ0,80 μ.

Η βρύση

Η βρύση με διαστάσεις 1,30Χ1 μ. είναι χτισμένη στην πρόσοψη του μεσαίου ισογείου διαμερίσματος, λίγο πάνω από τη σκάλα της βόρειας πλευράς. Δεν αποτελεί ανεξάρτητο κτίσμα με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική σημασία. Διαχωρίζεται από την πρόσοψη της τοιχοποιίας του ισόγειου διαμερίσματος, με μια πρόσθετη τοιχοποιία που προεξέχει λίγο από την πρώτη. Είναι κατασκευασμένη από πλατιούς ορθογώνιους σχιστόλιθους, που είναι καλοδουλεμένοι. Στην ορθογώνια αυτή επιφάνεια σχηματίζεται ένα τόξο με σχιστολιθικές πλάκες, που έχει στο κέντρο του τον κρουνό, με ένα άνοιγμα πάνω του για το κύπελλο. Το νερό της βρύσης διοχετεύεται στον παρακείμενο βόθρο.

 

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ



Σκαρίφημα με την κάτοψη του μοναστηριού «Κοίμηση της Θεοτόκου» του Σαρανταπόρου. Α. πρόναος. Β. κυρίως ναός. Γ. Ιερό. α) Αγία Τράπεζα β) ξύλινες κολόνες γ) ξύλινες κολόνες (ντερέκια) δ) πεζούλι. 1. Είσοδος, 2. Παράθυρα, 3. Πύλη του Ιερού.

Η χρονολογία ανέγερσης

Επειδή καταστράφηκε η κτητορική επιγραφή, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τη χρονιά ανέγερσης του μοναστηριού. Από την τοιχογραφία και από την όλη κατασκευή του καθολικού και των άλλων κτισμάτων, μπορούμε να πούμε με κάθε επιφύλαξη, ότι ιδρύθηκε στις αρχές ή στα μέσα του 18ου αιώνα (1700-1750). Την εποχή αυτή έχουν ανεγερθεί πολλά μοναστήρια και ναοί στην επαρχία Ελασσόνας. Το παλιό μοναστήρι, το γνωστό ως Παλιομονάστηρο, ήταν αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή. Αγνοούμε το πότε ιδρύθηκε και το πότε μεταφέρθηκε στη νέα θέση του.

                                                  1. Οι επιγραφές


Η κτητορική επιγραφή στο υπέρθυρο

Στο εσωτερικό του υπέρθυρου υπήρχε μια επιγραφή, η οποία προφανώς και ανέφερε τη χρονολογία και κάποια σημαντικά στοιχεία  που αφορούσαν την ανέγερση του Μοναστηριού. Δυστυχώς έχει πια ασβεστωθεί και δεν διαβάζεται. Σε κάποια πέτρα, που ήταν εντοιχισμένη στην πρόσοψη του μοναστηριακού περιβόλου και σήμερα διατηρείται στο διακονικό του ενοριακού ναού του χωριού, υπάρχει μια αρκετά δυσανάγνωστη επιγραφή. Υποψιαζόμαστε ότι αναφέρει «Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΕΦΡΑΙΜ», αλλά χωρίς βεβαιότητα. 


                                             2. Η θέση του
Όπως σε όλα τα μοναστήρια έτσι κι εδώ, το καθολικό βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν του συγκροτήματος. Πιο κοντά στην ανατολική πλευρά. Έχει ορθογώνιο σχήμα (9,85Χ7,80 μ.) και είναι τρίκλιτη δρομική βασιλική. Τα κλίτη χωρίζονται με 2 κολόνες το καθένα, που είναι απλές και χωρίς ενδιαφέρον. Οι κιονοστοιχίες αποτελούνται από 4 τόξα, που στηρίζονται στους κίονες και στις παραστάδες. Το καθολικό στερείται ανατάσεως και κινητικότητας, διότι η οροφή του είναι επίπεδη και ασβεστόκτιστη και τα επιστύλια ευθέα και χωρίς καμία εναλλαγή του επιπέδου. Στο κέντρο σχηματίζεται μια σταυροειδή διάταξη του χώρου, η οποία δεν είναι εμφανή. 

                                           3. Η τοιχοποιία και το δάπεδο
Η τοιχοποιία του είναι με ακανόνιστους λίθους εκτός των γωνιακών, που είναι σχεδόν ορθογώνιοι. Κι εδώ ως συνεκτική ύλη χρησιμοποιήθηκε ο πηλός. Το πάχος της είναι 0,65 μ. Κατά διαστήματα ενισχύεται με ισχυρές ξυλοδεσιές. Το δάπεδο βρίσκεται λίγο χαμηλότερα από την επιφάνεια της αυλής. Προστατεύεται από τα νερά της βροχής με κάποιο τοίχωμα, που περιβάλει το ανοιχτό προστέγασμα. Αποτελείται από ντόπιες σχιστολιθικές πλάκες. Η διάταξή τους ακολουθεί την κατά άξονα διάταξη του καθολικού. 

                                          4. Η στέγη και τα παράθυρα
Η στέγη είναι τετράκλινη και κεραμοσκέπαστη. Η ξυλεία, τα κεραμίδια και το ύψος, μαρτυρούν ότι η μορφή της στέγης δεν είναι βαριά και δεν ασκεί πίεση στην τοιχοποιία. Εσωτερικά υπάρχει ξύλινη οροφή. Για κλιματολογικούς λόγους , τα 2 παράθυρα έγιναν στη νότια πλευρά, λίγο χαμηλότερα από τη στέγη. Εξωτερικά έχουν διαστάσεις 0,70Χ0,40 μ., ενώ εσωτερικά αυξάνουν και γίνονται 1,10Χ0,75 μ. Οι ποδιές τους είναι επικλινείς για να γλιστρούν τα νερά της βροχής. Έχουν μονόφυλλα παραθυρόφυλλα, με 2 υαλοπίνακες και ανοίγουν προς τα μέσα 

                                           5. Η πύλη του καθολικού

Το Καθολικό


Η κεντρική πύλη του καθολικού, εξωτερικά είναι τοξωτή (1,45Χ1 μ.), ενώ εσωτερικά γίνεται ορθογώνια (1,75Χ1,25 μ.). Η θύρα ήταν δίφυλλη, από μικρά δοκάρια και γερά χοντρά σανίδια. Σήμερα αντικαταστάθηκε με μια μεταλλική μονόφυλλη θύρα. Πάνω από την κεντρική πύλη, υπάρχει η κόγχη (0,56Χ0,65 μ.) με την παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου. Στη νότια πλευρά υπάρχει και δεύτερη πύλη, που επικοινωνεί με το νότιο τμήμα του μοναστηριού, όπου είναι τα περισσότερα κελιά. Εξωτερικά είναι τοξωτή (1,20Χ0,60 μ.), εσωτερικά γίνεται ορθογώνια (1,50Χ0,95 μ.) και ασφαλίζεται με μάνταλο. Η μονόφυλλη θύρα έχει αντικατασταθεί με μια νέα μεταλλική. 

                                            6. Η τοιχογραφία
Η τοιχογραφία είναι χωρισμένη σε 3 ζώνες. Η α ζώνη, που αρχίζει  λίγο πιο πάνω από τη βάση, πιάνει  μια σειρά με ολόσωμους άγιους, που παρελαύνουν άσαρκοι και εξαϋλωμένοι. Η β ζώνη είναι η σειρά των στηθάριων αγίων και η γ η σειρά των ολόσωμων αγίων που περιβάλλονται από ορθογώνια πλαίσια. Γενικά η τοιχογραφία διακρίνεται για τη λιτότητα, για την καθαρότητα και για την ευγένεια των προσώπων και των στάσεων. Σήμερα έχουν ασβεστωθεί και έχουν ξεθωριάσει (δυστυχώς).

 

Σε αυτές στις τοιχογραφίες παρουσιάζεται με ακρίβεια η πορεία του Ιησού, από τη Γέννηση, ως τη Σταύρωση, την Αποκαθήλωση, την Ταφή, την Ανάσταση και την Ανάληψη.





 

Στο εσωτερικό πάνω μέρος της εισόδου (υπέρθυρο) και πάνω από τη σχεδόν κατεστραμμένη κτητορική επιγραφή, υπάρχει η τοιχογραφία που αναπαριστά την Κοίμηση της Θεοτόκου, περιστοιχισμένη από μορφές Αγίων. 


7. Το Άγιο Βήμα


Ο Εσταυρωμένος στο Άγιο Βήμα

 

Το Άγιο Βήμα χωρίζεται από τον κυρίως ναό με τέμπλο, που στηρίζεται στις 2 ορθογώνιες παραστάδες. Η κόγχη εσωτερικά είναι ημικυκλική κι εξωτερικά πενταγωνική με πλάτος 0,98 μ. εκτός από τις δύο που είναι 1,05 μ. Το πλάτος της κόγχης είναι μικρότερο από το πλάτος του μεσαίου κλίτους και καλύπτεται με θόλο. Η τοιχοποιία της έγινε με μεγαλύτερους και καλύτερα δουλεμένους λίθους και έχει πάχος 0,75 μ. 
Η πρόθεση εγγράφεται στον τοίχο και η κόγχη της έχει ύψος 1,40 μ. και πλάτος ο,72 μ. Στη βόρεια πλευρά υπάρχει μια άλλη κόγχη (1,20Χ0,72) μ.), που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση διαφόρων λειτουργικών αντικειμένων. Και η κόγχη του διακονικού (1,40Χ0,72 μ.) εγγράφεται επίσης στον τοίχο. 
Στη νότια πλευρά του διακονικού υπάρχει ένα παράθυρο, λίγο κάτω από τη στέγη, με εσωτερικές διαστάσεις 1,20Χ0,75 μ. Στην κόγχη υπάρχει ένα άλλο παράθυρο, που μοιάζει με σχισμή κι έχει εξωτερικές διαστάσεις 0,65Χ0,60 μ. και εσωτερικές 0,72Χ0,45 μ. Χάρη σε αυτά τα δυο παράθυρα το Άγιο Βήμα φωτίζεται επαρκώς.

Η ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ. 
Αποτελείται από μια ορθογώνια πλάκα, που στηρίζεται πάνω σε έναν κίονα με ύψος 0,58 μ. Βρίσκεται έξω από τη χορδή που έχει μήκος 2,70 μ. και ακτίνα 1,45 μ. και εφάπτεται σε αυτήν. Έτσι όλος ο εσωτερικώς χώρος της κόγχης είναι ελεύθερος.
ΤΟ ΤΕΜΠΛΟ. 
Το παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο καταστράφηκε πριν από χρόνια. Το σημερινό είναι ένα απλό σανιδένιο κατασκεύασμα, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. (..το οποίο αντικαταστάθηκε από χτιστή κατασκευή, επίσης χωρίς ενδιαφέρον) 
ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ. Στην κόγχη διακρίνονται ασβεστωμένες οι εξής τοιχογραφίες: η Πλατυτέρα, η Θεία Λειτουργία, ο Αγ. Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος κι ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός. 
                                                    
                                        8.Το προστέγασμα ή προπύλαιο
Το καθολικό δεν έχει νάρθηκα. Στην πρόσοψη του έχει ένα κεραμοσκέπαστο σαν προστέγασμα ή πρόπυλο (7,80Χ2 μ.). Κάτω από τη βάση περιβάλλεται με ένα χαμηλό τοίχο, που προστατεύει το καθολικό από τα νερά της βροχής. Στον ίδιο τοίχο ξεκουράζονται οι επισκέπτες του μοναστηριού. Σήμερα όλο το υπόστεγο αντικαταστάθηκε με τσιμέντο, που αλλοιώνει την παραδοσιακή εικόνα του κτίσματος. 
ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ: 
Στην πρόσοψη του καθολικού, κάτω από το υπόστεγο υπάρχουν οι εξής τοιχογραφίες: 1) πάνω από την πύλη, ο προφήτης Δανιήλ, καθήμενος και δίπλα του ένας άγγελος. 2) μέσα στην κόγχη η Κοίμησης της Θεοτόκου. 3) πάνω από την κόγχη υπάρχει ένας σταυρός, με ένα περιστέρι στη βάση του και από έναν άγγελο δεξιά και αριστερά του, που κρατούν ένα μεγάλο κοντάρι. 4) πάνω από την παράσταση εικονίζονται: η Δέησης, ο Παντοκράτωρ, η Παναγία και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. 5) πάνω υπάρχουν 2 έγχρωμα πλαίσια με τους 12 αποστόλους: 6 αριστερά και 6 δεξιά. 6) στα δεξιά της κεντρικής αγιογραφίας υπάρχουν οι εξής παραστάσεις: α) δεξιά κάτω από το έγχρωμο πλαίσιο ο Ναβουχοδονόσορ, ο Μ. Αλέξανδρος, ο Δαρείος και ο Κύρος που κρατούν ένα όρθιο ξίφος. β) αριστερά είναι η παράσταση των εβραίων, ο προφήτης Μωυσής και κάτω από το αριστερό τμήμα παραστάσεις με λαϊκό χαρακτήρα.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΛΑΜΠΥΡΑΣ

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

«Το Μοναστηριακό συγκρότημα της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σαρανταπόρου, με την υπ. αριθ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ32/ΚΗΡ/37250/1305/5-11-1999 Υπουργική Απόφαση η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με αριθμό ΦΕΚ 2046/Β/22-11-1999  χαρακτηρίστηκε ως Ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο.

Παρόλα αυτά πολλές και συνεχείς αυθαίρετες παρεμβάσεις με τη δικαιολογία της αποκατάστασης ζημιών λόγω επικινδυνότητας, αλλοίωσαν παντελώς τον περιβάλλοντα χώρο και το χαρακτήρα του Μοναστηριού, με αποτέλεσμα η σημερινή του εικόνα να μην έχει καμία απολύτως σχέση με όσα περιγράφηκαν παραπάνω».

ΝΤΑΛΛΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ


Η πρόσοψη του Καθολικού με τις θαυμάσιες τοιχογραφίες

 

Ναβουχοδονόσωρ, Αλέξανδρος, Δαρείος και Κύρος

 

Η αναπαράσταση της Δευτέρας Παρουσίας



Η Κοίμηση της Θεοτόκου στην εσοχή της πρόσοψης του καθολικού


Η νότια πύλη της Μονής. Στο επάνω μέρος στην κόγχη που σχηματίζεται, υπάρχει η μορφή τη Παναγίας η οποία κρατάει στην αγκαλιά της τον Ιησού. Δεξιά στο παράθυρο που διακρίνεται, είναι χαραγμένη με οικοδομικό εργαλείο πάνω στον σοβά, η χρονολογία 1906.

 

Οι φωτογραφίες παρακάτω είναι από εορτασμούς στη Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σαρανταπόρου, κατά τις δεκαετίες του 1960-1970Η συμμετοχή όχι μόνο των κατοίκων του Σαρανταπόρου, αλλά και των γύρω χωριών (Τσαπουρνιά, Φαρμάκη, Μηλέα) σε αυτές τις γιορτές, ήταν καθολική. Πάρα πολλοί διανυκτέρευαν στον περίβολο του Μοναστηριού από την παραμονή και την ημέρα της γιορτής έφτιαχναν μεγάλες παρέες με τους φίλους και τις οικογένειες και έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν ως το απόγευμα.


 

 

 

 

 

 

Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΙΤΙΣΑ – Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ

(Ένας άγνωστος θρύλος)

(Το κείμενο είναι του θρυλοτραγουδιστή Αχιλλέα Γκριζιώτη από την Τσαριτσάνη, το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Λάρισας Ημερήσιος Κήρυκας, σε τρία μέρη, στις 13, 14 και 15 Δεκεμβρίου 1983. Ερεύνησα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Λάρισας όπου και εντόπισα τα εν λόγω φύλλα. Το συγκεκριμένο το είχε φυλαγμένο στο γραφείο της βιοτεχνίας του στην Ελασσόνα, ο αδικοχαμένος πρώην  πρόεδρος του χωριού μας Θωμάς Καραποστόλης. Μου το παρέδωσε ο Φώτης Καραγκόγκος και τον ευχαριστώ πολύ. Γιάννης Ντάλλας).


«Στο κακοτράχαλο βουνό της Ελασσόνας τον θρυλικό Αμάρμπεη, που βρίσκεται στα δυτικά και χωρίζει την Θεσσαλία από την Μακεδονία, είναι κτισμένα πολλά χωριά. Τέτοια είναι τα Γιαννωτά, η Βουβάλα (Άζωρος), η Τσαπουρνιά, η Βούρμπα (Μηλέα) καθώς και το Γκλίκοβο το σημερινό Σαραντάπορο. 
Ονομάζεται Σαραντάπορο γιατί εκεί υπάρχει ένας ορμητικός χείμαρρος που ρέει συνήθως το χειμώνα και είναι αγεφύρωτος και για να φτάσει κανείς στο χωριό πρέπει να τον περάσει σαράντα φορές. 
Ως το 1950 τα χωριά αυτά ήταν χωρίς δρόμο, τηλέφωνο, γιατρό, σχολείο ως και βρύσες. Οι κάτοικοι δεινοπαθούσαν με τα γαϊδουράκια να φτάσουν στην Ελασσόνα για να αγοράσουν αλάτι ή πετρέλαιο. Τώρα όλα τα χωριά εκπολιτίστηκαν και έχουν ωραία σχολεία, εκκλησίες, δρόμους, πλατείες, βρύσες καθώς και εκπολιτιστικούς συλλόγους. Το χωριό Σαραντάπορο είναι γνωστό και φημισμένο για τις μεγάλες μάχες του 1912. Για το Σαραντάπορο έχουμε και το τραγούδι που λέει ¨ψηλά στο Σαραντάπορο πέφτουν πολλά κανόνια». 
Σε αυτό το κακοτράχαλο χωριό βρίσκεται ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι, αφιερωμένο στη χάρη της Παναγίας. Το μοναστήρι παλιότερα ήταν πλούσιο και δοξασμένο γνωστό σε όλη τη Βόρεια Θεσσαλία και το προσφωνούσαν η Παναγία η Σαρανταπορίτισα ή η Παναγία η Κλεφτρίνα. Την έλεγαν η Παναγία η Κλεφτρίνα για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί την εικόνα της την χάρισε ένας λήσταρχος, ο θρυλικός Γκαντάρας από το γειτονικό χωριό Άκρη. Ο δεύτερος λόγος είναι γιατί στην εικόνα εικονιζόταν η Παναγιά με τον Χριστό στον ώμο, όπως έπαιρναν τα παιδιά τους οι κλεφτρίνες και γύριζαν στις ερημιές και με το ντουφέκι στον ώμο. 
Σας παραθέτω ζωντανά και παραστατικά την ιστορία όπως μου την αφηγήθηκαν οι Σαρανταπορίτες γέροντες, όπως ο γέρο Ντάλλας, ο Καραξέκης και η κυρά Θεανώ Διδασκάλου που άκουσε την αφήγηση από τον ίδιο τον λήσταρχο που τον νοσήλεψε στο σπίτι της. Η κυρά Θεανώ έκανε πολλές φορές προσκύνημα στην Παναγιά την Κλεφτρίνα και της ζήτησε τη χάρη της που την πήρε με πολλή απλοχεριά και έλεος. Πάντρεψε χωρίς προίκα όλες τις κόρες της. 
Η ιστορία έχει ως εξής. 
Ο λήσταρχος είχε το λημέρι του πάνω στο κακοτράχαλο βουνό, που θεωρούνταν από πολλούς ως το Σούλι της Θεσσαλίας. Εκεί ψηλά ο λήσταρχος κρατούσε τους σκλάβους του και ζητούσε λύτρα από τους δικούς τους. Μια βραδιά τα τσιράκια του έπιασαν σκλάβο ένα παλικάρι που πήγαινε στην αρραβωνιαστικιά του καβάλα σε καταστολισμένο άλογο. Τον οδήγησαν με δεμένα μάτια στο λημέρι και τον ανάκρινε ο λήσταρχος, αφού πρώτα τον έδειρε και τον ταπείνωσε. Σαν νύχτωσε τον σκλάβο τον έδεσαν να μην τους φύγει. Οι κλέφτες έπιασαν τα καραούλια και ο λήσταρχος κοιμήθηκε με τους υπόλοιπους παρέκει. 
Τη νύχτα ο λήσταρχος Γκαντάρας είδε ένα όνειρο. Είδε να έρχεται στο λημέρι του μια γυναίκα έχοντας ένα παιδί σαν αρνί στην πλάτη και στον άλλο ώμο το ντουφέκι. Την είδε να πλησιάζει και τη μάλωσε. «Που πας εσύ με μικρό παιδί στο λημέρι μου, θα μας προδώσεις». Η γυναίκα του είπε: «Εγώ έρχομαι για να σε σώσω. Να φύγεις γρήγορα, κινδυνεύεις, φτάνουν πέντε αποσπάσματα». Τότε ο λήσταρχος τη ρώτησε: «Ποια είσαι»; Κι εκείνη του είπε: «Η Σαρανταπορίτισα από τη ρεματιά». 
Ξύπνησε τρομαγμένος ο λήσταρχος, ξυπνά και τους συντρόφους του και ώσπου να τους πει το όνειρο του, σφυρίζουν τα καραούλια ότι φάνηκαν αποσπάσματα. Οι άλλοι κλέφτες έκαναν το σταυρό τους και είπαν μεγάλη χάρη στην Παναγιά. Έτσι τρεχάτοι πήραν τα μονοπάτια κι έφυγαν. Σε λίγο έφτασαν τα αποσπάσματα. Τους κλέφτες δεν τους βρήκαν μόνο τον σκλάβο δεμένο. Ο σκλάβος όλη τη νύχτα από την αγωνία δεν κοιμόταν. Άκουσε το όνειρο του λήσταρχου και το κράτησε γερά τυπωμένο στο νου του. 
Όταν γύρισε στο σπίτι του διηγήθηκε όλη την οδύσσεια και το όνειρο του λήσταρχου στον πατέρα του. Σαν άκουσε την αφήγηση για τον γλυτωμό του γιού του ο πατέρας του σκλάβου, δακρυσμένος έκανε το σταυρό του και είπε: «δοξασμένο να είναι το όνομά σου Παναγία μου που έδωσες βουλή να μη γίνουν σκοτωμοί και χαθούνε άδικα ψυχές». 
Αφού για ώρες πολλές σκέφθηκε και μελέτησε τι του αφηγήθηκε ο γιός του, ανέβηκε στο εργαστήριο του, ήταν ζωγράφος. Πιάνει μια καλοδουλεμένη σανίδα, παίρνει κοντά τα πινέλα και τις μπογιές και μέσα σε μια μέρα ζωγράφισε μια Παναγιά αλλιώτικη από τις άλλες. Μια Παναγία Γκουγκουλοφορεμένη, με ενδυμασία Χασιώτισας όπως του την περιέγραψε ο γιός του που τα άκουσε από το στόμα του λήσταρχου Γκαντάρα. Ο πατέρας του σκλάβου που ήταν άνθρωπος μεροκαματιάρης, λύτρα δεν είχε να στείλει στον Γκαντάρα να μην του κρατά γινάτι. Έκανε ένα δέμα με λίγο καπνό, με τσακμακόπετρες και φυτίλι, ένα μπουκάλι κονιάκ, ένα προσάγιο και την Παναγιά μέσα και με έμπιστο κυρατζή τα έστειλε στον λήσταρχο. Σαν πήρε στα χέρια του ο λήσταρχος το δέμα και το είδε ελαφρύ χωρίς να βροντάν νομίσματα, βλαστήμησε και πήγε να το πετάξει. Καθώς το ερευνούσε τα δάχτυλά του έπιασαν την εικόνα. Του μπήκε η περιέργεια και άνοιξε το δέμα. Πρώτα ο λήσταρχος έβγαλε την εικόνα. Καθώς την αντίκρισε κυριεύτηκε από Θεία συγκίνηση και δέος. Έτσι όπως τη θαύμαζε φώναξε δυνατά στους συντρόφους του: «Να.. αυτή ήταν που μας γλύτωσε εκείνο το βράδυ από τον χαμό». Και ακουμπώντας ευλαβικά το εικόνισμα στη ρίζα ενός δέντρου, έκανε πολλές μετάνοιες και την ασπάστηκε με σεβασμό. Το ίδιο έκαναν και οι σύντροφοί του και για ώρες στάθηκαν βουβοί. Σαν ήρθε η ώρα να αλλάξουν τα καραούλια, τα κλεφτόπουλα ήρθαν στον καπετάνιο να δώσουν αναφορά τι είδαν και τι τους έλαχε στην ώρα της σκοπιάς τους. Σαν ήρθαν όλοι και δώσαν αναφορά, ο λήσταρχος αλλαγμένος πια τους είπε: «Άιντε ωρέ κάντε μετάνοια και φιλήστε την Παναγιά που μας γλύτωσε. Την Παναγιά που γλύτωσε τους ληστές, άδικους, φονιάδες». Τα κλεφτόπουλα με τη διαταγή του καπετάνιου, προσκύνησαν την εικόνα ταπεινά και γαλήνια πήγαν να πλαγιάσουν. 
Ο λήσταρχος για εβδομάδες τραβούσε κοντά του την Άγια εικόνα που τους έδωσε τη σωτηρία τους. Ένα βράδυ χιονισμένο τράβηξε και πήγε στο μοναστήρι της Παναγίας της Σαρανταπορίτισας κι εκεί βρήκε τον ηγούμενο. Αφού κουβέντιασαν σαν ο ένας να εξομολογούσε τον άλλο, έβγαλε από το καπομάνικό του την εικόνα της Παναγιά της Κλεφτρίνας και του είπε τα πράγματα πως συνέβησαν. Ο ηγούμενος πήρε στα χέρια του την εικόνα, την ασπάστηκε και είπε ένα στοίχο από τον Παρακλητικό κανόνα «Την Υψηλοτέραν των ουρανών και την Καθαροτέραν..». 
Ο λήσταρχος παρέδωσε στον ηγούμενο το εικόνισμα της Παναγίας της Κλεφτρίνας και χρήματα για να αγοράσει δυο ασκιά γενάτα λάδι να της καίει νύχτα μέρα το καντήλι της. Έφυγε με βήμα αργό αλλά και στερεό για το λημέρι του. Την άλλη μέρα με τον σύνδεσμο που είχε με την Ελασσόνα, ειδοποίησε ένα φίλο του τον Κώστα τον Βλαχοδήμο, τον πατέρα του Χρήστου που έκανε δήμαρχος στην Ελασσόνα, για να του στείλει έναν μάστορα να του ασημώσει την εικόνα της Παναγίας της Κλεφτρίνας. Και πράγματι σε δυο εβδομάδες ήρθε ένας αργυροποιός από τους Καλαρίτες της Ηπείρου. Τρία κιλά ασήμι και μια σκούλα φλουριά πήρε ο μάστορας και στόλισε την εικόνα της Παναγίας της κλεφτρίνας, που και ο ίδιος τη θαύμασε για την αριστοτεχνικότητα της. Σαν την έβαλαν στην εκκλησιά για προσκύνημα όλοι τη θαύμαζαν και της απόδιναν τόσα ονόματα, όπως Παναγιά η Κλεφτρίνα, επειδή την έδωσαν οι κλέφτες. Άλλοι την έλεγαν Φανερωμένη, άλλοι Ελευθερώτρια και άλλοι Σαρανταπορίτισα. Την προσφορά για τα υλικά της εικόνας και την πληρωμή του μάστορα, έδωσαν τρεις Αμαρμπεότες ληστές: Γκαντάρας, Γιαγκούλας και Περικλής. 
Ο λήσταρχος Γκαντάρας ήταν από το χωριό Άκρη. Ήταν εγγονός παπά και λεγόταν Παπαγιώργης και τον κορόιδευαν Καλιαμπάκο. Πολλές τολμηρές βιαιοπραγίες και ληστείες έκαναν οι αδίστακτοι αυτοί ληστές του Αμάρμπεη σε χωριά και σε πόλεις. Σταμάτησαν το τραίνο στο Δεμερλί και πιάναν σκλάβους ζητώντας λύτρα. Πολλές φορές τους έπιαναν αποσπάσματα και τους έκλειναν στη φυλακή, μα πάντα τους βοηθούσε να διαπραγματευτούν η Παναγιά η Κλεφτρίνα που την λάτρευαν και την τιμούσαν. Σαν βασιλείς των βουνών οι ληστές έφυγαν από κει και ξεφύτρωσαν στις πόλεις. Τώρα ήταν με γάντια και υποδήματα και καταδυνάστευαν την ίδια την εξουσία. Η Παναγία η Κλεφτρίνα καθόταν στο θρονί της στην εκκλησία του μοναστηριού και την λάτρευαν οι πιστοί και τη δόξαζαν. 
Στα χρόνια 1940-46 η Παναγία άρχισε να ενεργοποιείται για τη σωτηρία των ορεινών χωριών. Έκανε εμφάνιση σε βοσκούς και οδοιπόρους και τους είπε ότι καρτερούμε χρόνια χαλεπά και δύστυχα. Πολλές φορές γλύτωσε κόσμο από τη σύλληψη των Ιταλών και Γερμανών. Χαρακτηριστικά όταν οι αντάρτες χτύπησαν μια φάλαγγα και έκαψαν τριάντα αυτοκίνητα, οι Γερμανοί πήγαν στα γύρω χωριά και έκαναν συλλήψεις για αντίποινα. Μιας μάνας πήραν τους τρείς γιούς και δύο εγγόνια της να τα πάνε στα κάτεργα στη Γερμανία. Απεγνωσμένη όπως έμεινε η δόλια μάνα δεν ήξερε τι να κάνει. Έτρεξε κλαμένη με δέος στην Παναγιά την Κλεφτρίνα και της ζήτησε χάρη και έλεος. Το βράδυ σαν πλάγιασε είδε την Παναγιά μπροστά της και της είπε: «Στάσου γενναία τα παιδιά θα γυρίσουν γρήγορα, μα εσύ μάσε το κοπάδι και τα ζωντανά, τις νύφες και τα εγγόνια και να κρυφτείς στη λαγκαδιά, γιατί θα έρθουν πλιατσικάδες να σας ρημάξουν». Το πρωί η τραγική μάνα έκανε όπως της είπε η Παναγιά στον ύπνο και κρύφτηκε με τους δικούς της και όσους την πίστεψαν, στον τόπο που της υπέδειξε. Άρπαξαν κοπάδια, κότες, ζώα μεγάλα και χωρίς διαχωρισμό άτομα και τους οδήγησαν στο άγνωστο για ομηρία και εκτέλεση. Οι λεηλασίες και οι αρπαγές κράτησαν ως το άλλο πρωί. Τι μαύρες ώρες πέρασαν οι ταλαίπωροι άμαχοι κάτοικοι των χωριών! Όλες τις περιοχές οι Γερμανοί τις χτένισαν, μόνο στα λαγκάδια δεν πήγαν. Κατά το απόγευμα ήρθε ένας αξιωματικός και σαν είδε το θρήνο και τη συμφορά του κοσμάκη τους άφησε ελεύθερους. Πήραν μόνο λίγες κότες και αυγά. Όπως μαθεύτηκε αργότερα, τον αξιωματικό αυτόν τον κατήγγειλαν οι άλλοι στρατιώτες και τον φυλάκισαν. Πριν περάσουν τέσσερις μέρες γύρισαν οι γιοί και τα εγγόνια της γυναίκας. Καθώς ανέβαινε η φάλαγγα την τοποθεσία Καστανιά να τραβήξει για τα σύνορα, αντάρτες τη χτύπησαν, έγινε σύγχυση κι έτσι άνοιξαν οι κλούβες κι οι όμηροι έγιναν άφαντοι. Αυτό είναι το θαύμα της Παναγίας της Σαρανταπορίτισας. 
Πολλά άλλα θαύματα ακούγονται για την Παναγία. Μια κόρη Πυθιώτησα που είχε τον αρραβωνιαστικό της αντάρτη στην Ήπειρο και λεγόταν Λένα, στη σύρραξη με τον ΕΔΕΣ πήγε στο μοναστήρι και ζήτησε χάρη από την Παναγία να μην πάθει κακό ο καλός της. Πράγματι είδε στο όνειρό της την Παναγιά την Κλεφτρίνα, με το όπλο στον ώμο και της είπε: «θα σου γίνει η χάρη. Εγώ φεύγω τώρα να διαλευκάνω τα πράγματα. Κι εσύ ξεκίνα κοντά μου αύριο με τον πατέρα σου. Και θα ακολουθήσεις όποιον δρόμο έχω βάλει εγώ σημάδι κόκκινα νήματα. Όπου βρείτε μαύρα νήματα, να παραμερίζεται γιατί θα υπάρχει κίνδυνος». Και πράγματι, με τις οδηγίες της Παναγίας πέρασαν από το στόμα του λύκου στο Θεσσαλικό κάμπο που τον φύλαγαν οι Γερμανοί με διπλές σκοπιές και έφτασαν με τον πατέρα της στη Μεσοχώρα της Ηπείρου. Εκεί βρήκαν τον καλό της, μα βρήκαν να έχουν σταματήσει και οι συμπλοκές ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ. Έτσι πήρε τον αγαπημένο της, ήρθαν πίσω στο χωριό και έκαναν τους γάμους τους. 
Η φήμη της Παναγιάς της Κλεφτρίνας μεγάλωσε και μαθεύτηκε σε όλα τα χωριά και τις πόλεις. Και δεν τη λέγαν πια Κλεφτρίνα αλλά Παναγία Επαναστάτισσα, Αντάρτισσα, Ελευθερώτρια. Καραβάνια από ανθρώπους ανέβαιναν στο κακοτράχαλο βουνό να πάνε για προσκύνημα στην Παναγιά και να της ζητήσουν χάρη και βοήθεια. Σε πολλά χωριά ζήτησαν την εικόνα της Παναγιάς, για να τη λατρέψουν και να τη φιλοξενήσουν. Μια διμοιρία από κορίτσια που βγήκαν στο βουνό αντάρτισσες να αγωνιστούν για τη λευτεριά, πέρασε από το μοναστήρι και πήρε την εικόνα της Παναγίας της Επαναστάτισσας και της φόρεσαν μεταξωτό κάλυμμα χακί από αλεξίπτωτο. Οι αντάρτισσες έχοντας μαζί τους την Παναγία ήταν τρείς φορές πιο αντρειωμένες και τολμηρές μαζί, με τα ωραία πατριωτικά τραγούδια που τραγουδούσαν. Ως και στη μάχη έλεγαν μια αυτοσχέδια προσευχή, στην υπερμάχο ελευθερώτρια ανταρτοπούλα Παναγία που είχε ως εξής, όπως την τραγούδησε η αντάρτισσα Πελαγία: «Θα διώξουμε τους φασιστάδες, να εξαλείψουν απ τη γη, γιατί έχουμε την ανταρτίνα, την Παναγιά μαζί». 
Η εικόνα της Παναγίας ήταν στο μοναστήρι ως το 1948. Τότε πέρασαν καβαλάρηδες, διάφοροι αναρχικοί από εκεί και έγδυσαν το ιστορικό μοναστήρι. Πήραν αργυρά και χάλκινα σκεύη. Πήραν και την εικόνα της Παναγίας με τις πολλές προσωνυμίες. Κλεφτρίνα, Φανερωμένη, Ελευθερώτρια, Οδηγήτρια και Αντάρτισσα. 
Τώρα το μοναστήρι είναι ερείπιο, μόνο η εκκλησία σώζεται με τις ωραίες παραστάσεις λαϊκών ζωγράφων. Κανείς δεν δείχνει στοργή για τα ωραία παραδοσιακά μνημεία της χριστιανοσύνης. Ούτε ο Δεσπότης νοιάστηκε, ούτε η πολιτεία. Μόνο στο θρύλο θα μείνει χαραγμένο γεγονός πως ήταν στον τόπο μας μοναστήρι που λάτρευαν την Κλεφτρίνα την Παναγία.»

 Αχιλλέας Γκριζιώτης - Θρυλότραγουδιστής

 

Στις 15 Δεκεμβρίου 1983, κλείνοντας το αφιέρωμα στην Παναγία την Κλεφτρίνα, τη Σαρανταπορίτισα, ο Αχιλλέας Γκριζιώτης δημοσιεύει και το παρακάτω ποίημα.

ΤΑ ΑΡΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΑ ΑΓΙΑΖΕΙ


Πάρε Κρουστάλω τ άρματα να πας να μου τ αγιάσεις  
Εκεί ψηλά στο Γκλίκοβο στο Άγιο Μοναστήρι 
Στην Παναγιά την Κλέφτησα, την Γκουγκουλοφορούσα.
 
Να τα διαβάσει ο παπάς, πρωί πρωί στον όρθρο 
Να τα ραντίσει ο Δέσποτας ρίχνοντας Άγιο Μύρο
Να τα βλογήσει η Παναγιά της ανταρτιάς η μάνα.
 
Και φύλαξτα Κρουστάλω μου, όπως τα δυο σου μάτια 
Όπως λατρεύεις τα παιδιά και αγαπάς εμένα 
Ασκούριατσα, αμούχλιαστα, καλοσιγυρισμένα.
 
Μάτι κανένα μην τα δει και πάει και τα προδώσει 
Και μας τα πάρουν οι οχτροί και μας τα ταπεινώσουν 
Και γίνουν μες τα χέρια τους φονιάδες της γενιάς μας.
 
Κατάστηθα λαβώθηκα από οχτρού ντουφέκι 
Ξόρμπα μπήκαν στον τόπο μας, τσιφλίκι να τον κάνουν 
Και να πιούν το αίμα μας να τον ποδοπατήσουν.
 
Κι εγώ σκλαβιά που δε βαστώ κι αφέντηδες δε θέλω 
Φίδια μου σφίγγουν την καρδιά και το αίμα μου θολώνει 
Παλεύω σαν Λαοκόωντας, κάλιο μου να πεθάνω.
 
Συντρόφισσά μου της ζωής στάσου πάντα γενναία 
Για το χαμό μου να μη κλαίς, τραγούδα τα άρματά μου 
Να στοιχειωθούν, να αντρειωθούν οχτροί να τα φοβούνται.
 
Κι ο κόσμος τώρα τράνεψε, δώστα να τα φορέσει 
Και να χτυπά κάθε οχτρό που θέλει να μας πειράξει 
Με του αντάρτη τα άρματα, λαμπρός να ναι φρουρός.
 
Που τίμησε ο πάππος του και δόξασε ο γιός του 
Να τα αδράξει ο εγγονός συνεχιστής να γίνει 
Σε μια Ελλάδα ένδοξη που οι οχτροί την τρέμουν

 Αχιλλέας Γκριζιώτης - Θρυλοτραγουδιστής

 

Το φύλλο της εφημερίδας της Λάρισας «Ημερήσιος Κήρυκας», της 13 Δεκεμβρίου 1983, με το πρώτο μέρος της διήγησης για την Παναγία τη Σαρανταπορίτισα, καθώς και το ποίημα με τίτλο «Τα άρματα του πολεμιστή η Παναγιά τα αγιάζει», όπως μου παρεδόθη από τον Φώτη Καραγκόγκο.



 .............................................
**** Έρευνα και παρουσίαση θέματος
          Γιάννης Α. Ντάλλας