ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Δύο περιγραφές για τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, από την Γκατζάρα Ευαγγελία και τον Ιωάννη Παπανάτσιο. Τις παραθέτω με το αυθεντικό κείμενο και τους εκφράζω τις ευχαριστίες μου για τα κείμενα που μου παρέδωσαν.

Η φωτογραφία είναι από την παρουσίαση του "Κόλιαντρα" στην Ελασσόνα το 2017

ΚΟΛΙΑΝΤΡΑ ΜΕΛΙΑΝΤΡΑ
(Από χειρόγραφο σημείωμα της Ευαγγελίας Γκατζάρα)
 

«Ξημερώνει 24 Δεκεμβρίου
-Σηκωθείτε παιδιά, βάρσι το άστρο της μέρας θα ξημερώσει.
Σηκώνονται τα παιδιά, ποιό να σηκωθεί πρώτο από τα αδέρφια να φωνάξει πρώτος – πρώτη τα κόλιαντρα. Έβγαιναν στο μπαλκόνι και φώναζαν «Κόλιαντρα Μέλιαντρα Χριστός γεννιέται το γρούνι γκιλιέται».
Έβγαιναν όλα τα παιδιά της γειτονιάς ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά! Ύστερα έμπαιναν στο σπίτι και η μάνα είχε αναμμένο το μπουχάρι  (το τζάκι). Είχε έτοιμο ένα πουρνάρι και το έκαιγε στη φωτιά και έλεγε η μάνα «όσες σκανταλήθρις (οι σπίθες της φωτιάς) βγάζει το πουρνάρι, τόσα καλά να μας φέρει ο Χριστός. Αρνιά, κατσίκια όλα θηλκά. Γαμπροί, νύφες, εγγόνια, ότι επιθυμούμε» και έριχνε και λίγο αλάτι στη φωτιά και τα παιδιά φώναζαν «να είναι γερά τα αρνιά και τα κατσίκια».
Ύστερα έδωναν οι μάνες τον κόλιαντρα (μακρόστενο σκαλιστό ξύλο, είκοσι εκατοστά περίπου, το οποίο ήταν δεμένο στη μέση με ένα μακρύ σχοινί, περίπου ένα μέτρο. Σε αυτό περνούσαν τις κουλούρες που τους έδιναν στα σπίτια που πήγαιναν)  και τη τζιουμάκα (ξύλινη μαγκούρα με χοντρή λαβή) στα παιδιά και γυρνούσαν τους μαχαλάδες να πουν τα κάλαντα. Τραγουδούσαν «σ΄αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε και καλήν ημέρα άρχοντες» και άλλα και έδωναν στα παιδιά μήλα, κουλούρες, σύκα, καραμέλες και έτσι γύριζαν όλο το χωριό. 
Βιάζονταν να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, γιατί οι γονείς έκοβαν (έσφαζαν) τα γουρούνια. Μαζεύονταν παρέες πέντε, έξι άτομα και έκοβαν τα γουρούνια τους και τα παιδιά έτρεχαν ποιος να πάρει τη φούσκα από το γουρούνι και την έκαναν μπάλα κι έπαιζαν, αυτή ήταν η μπάλα τους. Οι παππούδες μας έπαιρναν το δέρμα από το γουρούνι και μας το έκαναν παπούτσια, τσαρούχια και τα βάζαμε τη μέρα των Χριστουγέννων και χορεύαμε από το μεσημέρι μέχρι που νύχτωνε μέσα στα χιόνια!



Ο ΠΑΛΙΟΣ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΧΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΧΟΡΕΥΤΗΣ
(Μια εύθυμη, αυθεντική γιορτινή ιστορία, γραμμένη από τον Ιωάννη Παπανάτσιο).


Απίστευτα κι όμως αληθινά τα έθιμα του τόπου, τα παλιά τα αγνά έθιμα όπως τα γνωρίσαμε από τους παππούδες μας, αξέχαστα θα μείνουν.
Οι γενιές από το 1930 έως το 1960, πιστεύω πως θα είπαν τα τελευταία πατροπαράδοτα κάλαντα και έζησαν τα δύσκολα των εποχών χρόνια. Ήταν αγνά με σεβασμό και δύσκολα διότι οι ταλαιπωρίες ήταν μεγάλες, περιμένοντας ένα καλύτερο και ειρηνικό αύριο. Το στομάχι άδειο και η ελπίδα κορυφωνόταν για ένα καλύτερο μέλλον.
Από τις παραμονές των Χριστουγέννων άρχιζαν τα μικρά παιδιά να τραγουδούν τα κάλαντα φωνάζοντας «Κόλιανδρα κόλιανδρα, μέλιαντρα, δώσε με γιαγιά μια κλούρα, μη σι κόψω μη ντ΄  τσικούρα» …πείναγαν τα καημένα… Αντιθέτως γέμιζαν χαρά σε όλους τους μαχαλάδες του χωριού, σε όλα τα σπίτια.
Φτάνοντας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς  μόλις μετά το βασίλεμα του ήλιου, ξεχύνονταν στους δρόμους και τα σοκάκια τα πιο μεγάλα παιδιά, φέρνοντας το μήνυμα για τον καινούριο χρόνο τραγουδώντας το τραγούδι του Αϊ Βασίλη. «Αγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει, Βασίλη μ πούθε έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;» Κι ένα παιδί της παρέας, το πιο ζωηρό, που φορούσε τα κουδούνια, παρίστανε τον Αϊ Βασίλη τραγουδώντας: «Εγώ απ τα ξένα έρχομαι και στα δικά μου πάω. Αν έρχεσαι απ την ξενιτιά πες μας ένα τραγούδι. Εγώ τραγούδια μάθαινα, τραγούδια να σας λέω".
Πράγματι, τα τραγούδια της Πρωτοχρονιάς ήταν πολλά και διάφορα κι όλα γεμάτα χάρη και χόρευαν οι λεβέντες, τα χόρευαν ολημερίς και του χωριού ήταν καμάρι.
Τα όργανα του τόπου μας ήταν το βιολί και το λαγούτο που παίζανε ολημερίς. Τα παιδιά αφού γύριζαν όλο το χωριό, το απόγευμα συγκεντρώνονταν στην πλατεία όλες οι ομάδες και έστηναν το χορό γύρω από τα όργανα. Σε μια τέτοια γιορτή λοιπόν, βγαίνει ο πρώτος νέος χορευτής με ύφος, πόζα και καμάρι και λέει:
-          Βάρα, ξέρεις ποιος χορεύει;
-          Πιο χαλέβς (θέλεις);
-          Πάει ο Κωσταντής για ξύλα, πάρε ένα δίφραγκο!
Και βαρούσαν τα όργανα και δώσε πάρε στήσιμο τα παλούκια!! (όποιος δεν χόρευε καλά τον κορόιδευαν και έλεγαν ότι δεν λύγιζε τα πόδια και τα κρατούσε ίσια σαν παλούκια).
-          Ε άλλαξε το, ένας λεβέντης χόρευε, φώναζε ο πρωτοχορευτής και πάρε άλλο ένα!
Δεν ήταν όμως δίφραγκο, ούτε δραχμή, ήταν πενηνταράκι και δώστου στην πλατεία φούρλες (στροφές).
Ήρθε η σειρά να χορέψει κι ο δεύτερος, ένα φτωχό παλικαράκι.
-          Παίξτε και για μένα ένα τραγούδι
-          Πιο χαλέβς εσύ το ορφανό παιδί, δε θα ρίξεις τίποτα εσύ; (Εννοούσαν λεφτά..)
-          Θα ρίξω ένα αυγό!
-          Πότε;
-          Όταν θα γεννήσει η κότα!
…και τότε ο οργανοπαίχτης πάει να το κόψει το τραγούδι.
-          Ε, μη το κόβεται, θα σας το δώσω, σας ορκίζομαι μα το μούρτζιο κουνέλι, βάρα το και μη σε μέλει!!

 Απίστευτο κι όμως αληθινό!

                                                         Ιωάννης Γεωργίου Παπανάτσιος, 12-1-2003

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου