ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ-ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ-ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

Τα έθιμα τα οποία σήμερα χάνονται όμως υπάρχουν στις αναμνήσεις μας και ο συμβολισμός που εμπεριέχουν πέρα από τον ανθρώπινο χαρακτήρα τους, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα και με την εργασία των ανθρώπων. Αγρότες και κτηνοτρόφοι ήταν οι παππούδες και οι γονείς μας και φυσικό επόμενο ήταν οι γιορτές τους να περιλαμβάνουν το βιός τους σε αυτό τον συμβολισμό. Βλέπουμε πως εκτός από τη χαρά που φέρνουν οι γιορτινές μέρες στη ζωή όλων, οι ευχές τους αναφέρονταν στα κοπάδια και στα χωράφια τους, ακριβώς επειδή αυτά ήταν που μπορούσαν να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη. Οι εορταστική περίοδος των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων ήταν ιδιαίτερες και ξεχωριστές για όλους και γέμιζαν ελπίδα και ζεστασιά τους ανθρώπους.
Οι περιγραφές που ακολουθούν αφορούν εποχές πολύ διαφορετικές από τις σημερινές και καταστάσεις που πιθανόν πολλοί να μη μπορούν ούτε να τις φανταστούν. Οι πατεράδες μας όμως και οι παππούδες μας έτσι μεγάλωσαν.

Χριστούγεννα

Ξημερώματα της παραμονής των Χριστουγέννων οι μανάδες ξυπνούσαν τα παιδιά, για να φωνάξουν τον «Κόλιαντρα». Έβγαιναν στο μπαλκόνι και φώναζαν «Κόλιαντρα Μέλιαντρα Χριστός γεννιέται το γρούνι γκιλιέται».
Οι γειτονιές γέμιζαν από τις φωνές των παιδιών. Έβγαιναν όλα τα παιδιά ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά! Ύστερα έμπαιναν στο σπίτι και η μάνα είχε αναμμένο το μπουχάρι  (το τζάκι). Είχε έτοιμο ένα πουρνάρι και το έκαιγε στη φωτιά και έλεγε «όσες σκανταλήθρις (σπίθες) βγάζει το πουρνάρι, τόσα καλά να μας φέρει ο Χριστός. Αρνιά, κατσίκια όλα θηλκά. Γαμπροί, νύφες, εγγόνια, ότι επιθυμούμε» και έριχνε και λίγο αλάτι στη φωτιά και τα παιδιά φώναζαν «να είναι γερά τα αρνιά και τα κατσίκια».
Ύστερα έδωναν οι μάνες στα παιδιά τον κόλιαντρα (μακρόστενο σκαλιστό ξύλο, είκοσι εκατοστά περίπου, το οποίο ήταν δεμένο στη μέση με ένα μακρύ σχοινί, περίπου ένα μέτρο. Σε αυτό περνούσαν τις κουλούρες που τους έδιναν στα σπίτια που πήγαιναν)  και τη τζιουμάκα (ξύλινη μαγκούρα με χοντρή λαβή, που συμβόλιζε τις γκλίτσες που κρατούσαν σι βοσκοί που προσκύνησαν τον Χριστό) και γυρνούσαν τους μαχαλάδες να πουν τα κάλαντα. Τραγουδούσαν «σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε και καλήν ημέρα άρχοντες» και φώναζαν «Κόλιαντρα Μέλιαντρα Χριστός γεννιέται κι του γρούνι γκυλιέται, Μάκου δώσι μι μια κλούρα μη σι κόψου μη τσικούρα». Οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά μήλα, κουλούρες, σύκα, καραμέλες και έτσι γύριζαν όλο το χωριό. Τα παιδιά βιάζονταν να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, γιατί οι γονείς έκοβαν (έσφαζαν) το γουρούνι, το οποίο το είχαν στο κουμάσι και με το κρέας του θα περνούσαν όλη τη χρονιά. Μαζεύονταν παρέες πέντε, έξι άτομα και έκοβαν τα γουρούνια τους και τα παιδιά έτρεχαν ποιος να πάρει τη φούσκα από το γουρούνι και την έκαναν μπάλα κι έπαιζαν, αυτή ήταν η μπάλα τους. «Οι παππούδες μας έπαιρναν το δέρμα από το γουρούνι και το έκαναν παπούτσια, τσαρούχια και τα φορούσαμε τη μέρα των Χριστουγέννων και χορεύαμε από το μεσημέρι μέχρι που νύχτωνε μέσα στα χιόνια»! (Διήγηση Ευαγγελίας Τζιουμακλή-Γκατζάρα).
Το ξημέρωμα της παραμονής των Χριστουγέννων, τα παιδιά άναβαν μια μεγάλη φωτιά με πουρνάρια και τη σκορπούσαν με τις τζιουμάκες για να πυρωθεί (ζεσταθεί) η Παναγιά με το Χριστό. Μετά τα γυρνούσαν στα σπίτια του χωριού να αναγγείλουν το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Χριστού.
Η μέρα αυτή της παραμονής ονομάζονταν Αϊ-Κόλενδρη και τα παιδιά που γύριζαν κολιαντρούλια. Όταν τα κολιαντρούλια πήγαιναν σε ένα σπίτι η νοικοκυρά έριχνε λίγο αλάτι στο πάτωμα του σπιτιού και τα έβαζε να χτυπούν με τις τζιουμάκες το πάτωμα και να βελάζουν, για να γεννιούνται αρνιά θηλυκά. Στην πρώτη παρέα που πήγαινε στο σπίτι έλεγε να καθίσουν όλοι κάτω για να κάτσει η κλωσσαριά (η κότα που κλωσάει τα αυγά). Αν από αυτήν την πρώτη παρέα τα περισσότερα ήταν κορίτσια τότε θα γεννιόταν και αρνιά θηλυκά.
Από την προηγούμενη μέρα οι νοικοκυρές είχαν έτοιμες τις κουλούρες για να τις δώσουν στα κολιανδρούλια. Εκτός από τις κουλούρες που μοίραζαν στα παιδιά οι νοικοκυρές έφτιαχναν άλλες δύο. Μία στρόγγυλη που παρίστανε μαντρί και μία σε σχήμα σταυρού για το ζευγάρωμα των αρνιών. Την ημέρα των Φώτων τις πήγαιναν στον αγιασμό, τις στούμπιζαν, τις ανακάτευαν με αλάτι και τις έδιναν στα ζωντανά.
Το τρίγωνο ήταν είδος πολυτελείας για τα παιδιά του χωριού, δεν το ήξεραν. Συνήθως κρατούσαν στα χέρια μια αυτοσχέδια φάτνη κι ένα κουτί ή ένα τρουβά (μάλλινο σακούλι με σχοινί για να κρεμιέται στον ώμο) για τα χρήματα που θα τους έδιναν. Τα μεγαλύτερα παιδιά, έντεκα δώδεκα χρονών, αν μπορούσαν κατασκεύαζαν ένα ξύλινο αστέρι έβαζαν ένα κερί στη μέση και αν δεν είχε αέρα, το άναβαν για να δείχνει το αστέρι φωτεινό.
Όταν έφταναν στην αυλή του σπιτιού τραγουδούσαν:
«Καλήν εσπέρα άρχοντες και αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στ  αρχοντικό σας …».
Αν ήταν ευχαριστημένα από το κέρασμα, φεύγοντας τραγουδούσαν:
«σ αυτό το σπίτι που ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει».
Αν δεν ευχαριστιόταν από το κέρασμα γιατί το θεωρούσαν μικρό, έλεγαν χαμηλόφωνα:
«Σ αυτό το σπίτι που ρθαμε γεμάτο καλιακούδια, τα μ(ι)σά γεννούν τα μ(ι)σά κλωσούν τα μισά σε βγαζ΄ν τα μάτια»!
Στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι είχαν την τιμητική τους τα χοιρινά κυρίως εδέσματα. Κρέας χοιρινό, λουκάνικα χειροποίητα, τσιγαρίδες, μπάμπες (τα έντερα του γουρουνιού γεμισμένα με ρύζι, χοντροκομμένο κρέας και μπαχαρικά), η προστούρα (το στομάχι του γουρουνιού γεμισμένο όπως οι μπάμπες) και φυσικά τα γιαπράκια. Οι μέρες ήταν πραγματικά γιορτινές και μοναδικές, επειδή ήταν ίσως από τις πολύ λίγες όλο το χρόνο που μπορούσες να απολαύσεις τόσα πολλά!

Πρωτοχρονιά

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μετά τη δύση του ήλιου γύριζαν στο χωριό τα μικρότερα παιδιά του χωριού, ντυμένοι κουδουνιάηδες και οι μπαμπαλιούρηδες, είτε σε μικρές ομάδες είτε μόνοι τους. Ήταν μασκαρεμένα παιδιά με βαμμένο ή καλυμμένο το πρόσωπό τους, με κουδούνια ζωσμένα και κρατούσαν μαχαίρι. Η εμφάνιση τους ήταν τρομακτική και ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να τρομάξουν τον παλιό χρόνο να φύγει για να έρθει ο καινούριος. Ζητούσαν χρήματα δείχνοντας το μαχαίρι και φώναζαν δυνατά «παρά παρά» (παράδες). Τραγουδούσαν και χόρευαν το τραγούδι του Αϊ-Βασίλη, με δυνατή και βροντερή φωνή.

«Αγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει 
Βασίλη μ' πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις
κι εγώ απ τα ξένα έρχουμι κι στα δικά μου πάω
Σαν έρχεσαι απ’ την ξενιτιά πες μας κι ένα τραγούδι
κ' εγώ τραγούδια μάθαινα τραγούδια να σας λέω
στη πατερίτσα ακούμπησα να πω την αλφαβήτα
κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι απώλησε κλωνάρια
κλωνάρια χρυσοκλώναρα κι αναργυρά  τα φύλλα
όλα χρυσά όλα αργυρά όλα μαλαματένια».


Τη ημέρα της Πρωτοχρονιάς γυρνούσαν το χωριό τα μεγαλύτερα παιδιά. Ήταν οι καπεταναραίοι και οι κουδουνιάηδες. Ο πιο γεροδεμένος της παρέας φορούσε μάλλινο παλτό, το ταλαγάνι, είχε ζωσμένα μεγάλα και βαριά κουδούνια και κρατούσε στο χέρι τη μαχαίρα. Έμπαινε πρώτος στις αυλές των σπιτιών κάνοντας μεγάλη φασαρία με τα κουδούνια και κρατώντας το μαχαίρι ψηλά τραγουδούσαν και χόρευαν όλοι μαζί το «Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης Ξημερώνει..»
 Οι καπεταναραίοι ήταν άλλοι ντυμένοι με φουστανέλες, άλλοι με φουστανέλες και παλτά, με μάσκες, με περούκες, μπαμπαλιούρηδες δηλαδή και άλλοι με νυφικά φορέματα παριστάνοντας τις νύφες των καπεταναραίων. Κρατούσαν ψεύτικα σπαθιά στα χέρια ή τα είχαν ζωσμένα. Οι νοικοκυρές των σπιτιών έδιναν σ’ αυτούς εδέσματα και χρήματα. Με τα χρήματα πλήρωναν την ορχήστρα με την οποία θα γλεντούσαν το απόγευμα στην πλατεία του χωριού. Πριν το γλέντι στην πλατεία οι καπεταναραίοι «πολεμούσαν» μεταξύ τους χτυπώντας τα σπαθιά τους στον αέρα.
Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς σε κάθε σπίτι έκοβαν τη βασιλόπιτα που ήταν συνήθως τυρόπιτα με χοντρό φύλλο που έπλαθαν οι νοικοκυρές. Πρώτα έκοβαν ένα κομμάτι για τον Αϊ-Βασίλη, μετά για το Χριστό και μετά για τα μέλη της οικογένειας. Μέσα στην πίτα εκτός από το φλουρί έβαζαν και ένα τσάκνο (ξερό κλαδάκι από πουρνάρι) και ένα σάλωμα (άχυρο). Όποιος έβρισκε το φλουρί θα γινόταν πλούσιος, όποιος το τσάκνο τσοπάνος και όποιος το άχυρο γεωργός.



Θεοφάνεια

Την παραμονή των Θεοφανείων, ο ιερέας γύριζε το χωριό με το Σταυρό κάνοντας αγιασμό στα σπίτια. Ράντιζε με ένα κλωνί βασιλικό όλους τους χώρους του σπιτιού.
Την μέρα των Θεοφανείων η λειτουργία γίνονταν στην εκκλησία και ο αγιασμός των υδάτων γίνονταν σε διαφορετική βρύση κάθε χρόνο: στο «Μέγα», στην «Κεραμίδα», στο «Παλιομανάστερο». Έπαιρναν όλες τις εικόνες από την εκκλησία και τις πήγαιναν στη βρύση. Όταν τέλειωνε ο αγιασμός γίνονταν περιφορά των εικόνων στο χωριό και στο τέλος χόρευαν και τραγουδούσαν στην αυλή της εκκλησίας. Το απόγευμα πήγαιναν στο μοναστήρι και ξεθρόνιαζαν την εικόνα της Παναγίας και την έφερναν στην εκκλησία του χωριού και έκαναν παράκληση. Για να ξεθρονιαστεί η εικόνα από τη θέση που ήταν, έπρεπε κάποιος να προσφέρει χρήματα. Στην επιστροφή προς το χωριό την ακουμπούσαν στο εικονοστάσι της Παναγίας, που βρίσκεται στο νότιο μέρος του χωριού δίπλα από το κοιμητήριο, εκεί που λέγεται ότι γονάτισε η Παναγιά.
Στο Σαραντάπορο στην περιοχή Παλιομανάστερο στα βορειοδυτικά του χωριού, υπάρχει ένα μικρό πέτρινο εξωκκλήσι. Η τοπική παράδοση λέει ότι εδώ ήταν η αρχική θέση του Μοναστηριού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το χωριό, έβαλαν φωτιά στο Παλιομανάστερο και τότε η Παναγία πήρε την εικόνα της για να την σώσει και ξέφυγε με ένα άλογο. Πριν την είσοδο του σημερινού νεκροταφείου το άλογο γλίστρησε στο βραχώδες έδαφος και έμεινε το αποτύπωμα από οπλή του πάνω στο βράχο, προστατευμένο σήμερα από ένα μικρό εικονοστάσι. Οι χωριανοί βρήκαν την εικόνα κρυμμένη μέσα στα πουρνάρια στη σημερινή θέση του Μοναστηριού, δίπλα στο ποτάμι Μουκριώτης. Για να τιμήσουν τη Θεοτόκο και να προστατεύσουν την εικόνα της έχτισαν ένα ξωκλήσι, ενώ αργότερα ο Καπετάν Ζήδρος έχτισε στη θέση αυτή το Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Ο αγιασμός των σπιτιών από τον ιερέα την παραμονή των Θεοφανείων και το ξεθρόνιασμα της εικόνας της Παναγίας από το Μοναστήρι γίνεται μέχρι σήμερα. Η εικόνα μένει στο χωριό για σαράντα μέρες και ο κάθε χωριανός που το επιθυμεί , την παίρνει στο σπίτι για μια μέρα και μια νύχτα ως ευλογία.
Την ημέρα των Θεοφανείων γίνεται και το ξεθρόνιασμα των εικόνων από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, της προστάτιδας του Σαρανταπόρου. Με το τέλος της Θείας Λειτουργίας, οι πιστοί κάνουν μια συμβολική χρηματική προσφορά για τις εικόνες που είναι κρεμασμένες στο εσωτερικό της εκκλησίας και με αυτές στα χέρια τους βγαίνουν όλοι στην πλατεία του χωριού όπου γίνεται ο αγιασμός των υδάτων. Μετά τον αγιασμό όλοι οι πιστοί περνάνε μπροστά από τον ιερέα, τους ραίνει με την αγιαστούρα και προσκυνούν τις εικόνες που κρατάνε στα χέρια όσοι τiς έχουν ξεθρονιάσει, στους οποίους λένε τη φράση «να σε βοηθάει».
Όταν τελειώσει αυτή η διαδικασία γίνεται περιφορά των εικόνων στους δρόμους του χωριού και στο τέλος επιστρέφουν στη θέση τους μέσα στην εκκλησία. 

****Στον σύνδεσμο που ακολουθεί μπορείτε να παρακολουθήσεις βίντεο από των ξεθρόνιασμα των εικόνων και τη μεταφορά της εικόνας από το Μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Σαραντάπορο.





.............................................
*** Έρευνα και παρουσίαση θέματος
        Γιάννης Ντάλλας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου