ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ-ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ-ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

Τα έθιμα τα οποία σήμερα χάνονται όμως υπάρχουν στις αναμνήσεις μας και ο συμβολισμός που εμπεριέχουν πέρα από τον ανθρώπινο χαρακτήρα τους, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα και με την εργασία των ανθρώπων. Αγρότες και κτηνοτρόφοι ήταν οι παππούδες και οι γονείς μας και φυσικό επόμενο ήταν οι γιορτές τους να περιλαμβάνουν το βιός τους σε αυτό τον συμβολισμό. Βλέπουμε πως εκτός από τη χαρά που φέρνουν οι γιορτινές μέρες στη ζωή όλων, οι ευχές τους αναφέρονταν στα κοπάδια και στα χωράφια τους, ακριβώς επειδή αυτά ήταν που μπορούσαν να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη. Οι εορταστική περίοδος των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων ήταν ιδιαίτερες και ξεχωριστές για όλους και γέμιζαν ελπίδα και ζεστασιά τους ανθρώπους.
Οι περιγραφές που ακολουθούν αφορούν εποχές πολύ διαφορετικές από τις σημερινές και καταστάσεις που πιθανόν πολλοί να μη μπορούν ούτε να τις φανταστούν. Οι πατεράδες μας όμως και οι παππούδες μας έτσι μεγάλωσαν.

Χριστούγεννα

Ξημερώματα της παραμονής των Χριστουγέννων οι μανάδες ξυπνούσαν τα παιδιά, για να φωνάξουν τον «Κόλιαντρα». Έβγαιναν στο μπαλκόνι και φώναζαν «Κόλιαντρα Μέλιαντρα Χριστός γεννιέται το γρούνι γκιλιέται».
Οι γειτονιές γέμιζαν από τις φωνές των παιδιών. Έβγαιναν όλα τα παιδιά ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά! Ύστερα έμπαιναν στο σπίτι και η μάνα είχε αναμμένο το μπουχάρι  (το τζάκι). Είχε έτοιμο ένα πουρνάρι και το έκαιγε στη φωτιά και έλεγε «όσες σκανταλήθρις (σπίθες) βγάζει το πουρνάρι, τόσα καλά να μας φέρει ο Χριστός. Αρνιά, κατσίκια όλα θηλκά. Γαμπροί, νύφες, εγγόνια, ότι επιθυμούμε» και έριχνε και λίγο αλάτι στη φωτιά και τα παιδιά φώναζαν «να είναι γερά τα αρνιά και τα κατσίκια».
Ύστερα έδωναν οι μάνες στα παιδιά τον κόλιαντρα (μακρόστενο σκαλιστό ξύλο, είκοσι εκατοστά περίπου, το οποίο ήταν δεμένο στη μέση με ένα μακρύ σχοινί, περίπου ένα μέτρο. Σε αυτό περνούσαν τις κουλούρες που τους έδιναν στα σπίτια που πήγαιναν)  και τη τζιουμάκα (ξύλινη μαγκούρα με χοντρή λαβή, που συμβόλιζε τις γκλίτσες που κρατούσαν σι βοσκοί που προσκύνησαν τον Χριστό) και γυρνούσαν τους μαχαλάδες να πουν τα κάλαντα. Τραγουδούσαν «σ΄ αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε και καλήν ημέρα άρχοντες» και φώναζαν «Κόλιαντρα Μέλιαντρα Χριστός γεννιέται κι του γρούνι γκυλιέται, Μάκου δώσι μι μια κλούρα μη σι κόψου μη τσικούρα». Οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά μήλα, κουλούρες, σύκα, καραμέλες και έτσι γύριζαν όλο το χωριό. Τα παιδιά βιάζονταν να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, γιατί οι γονείς έκοβαν (έσφαζαν) το γουρούνι, το οποίο το είχαν στο κουμάσι και με το κρέας του θα περνούσαν όλη τη χρονιά. Μαζεύονταν παρέες πέντε, έξι άτομα και έκοβαν τα γουρούνια τους και τα παιδιά έτρεχαν ποιος να πάρει τη φούσκα από το γουρούνι και την έκαναν μπάλα κι έπαιζαν, αυτή ήταν η μπάλα τους. «Οι παππούδες μας έπαιρναν το δέρμα από το γουρούνι και το έκαναν παπούτσια, τσαρούχια και τα φορούσαμε τη μέρα των Χριστουγέννων και χορεύαμε από το μεσημέρι μέχρι που νύχτωνε μέσα στα χιόνια»! (Διήγηση Ευαγγελίας Τζιουμακλή-Γκατζάρα).
Το ξημέρωμα της παραμονής των Χριστουγέννων, τα παιδιά άναβαν μια μεγάλη φωτιά με πουρνάρια και τη σκορπούσαν με τις τζιουμάκες για να πυρωθεί (ζεσταθεί) η Παναγιά με το Χριστό. Μετά τα γυρνούσαν στα σπίτια του χωριού να αναγγείλουν το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Χριστού.
Η μέρα αυτή της παραμονής ονομάζονταν Αϊ-Κόλενδρη και τα παιδιά που γύριζαν κολιαντρούλια. Όταν τα κολιαντρούλια πήγαιναν σε ένα σπίτι η νοικοκυρά έριχνε λίγο αλάτι στο πάτωμα του σπιτιού και τα έβαζε να χτυπούν με τις τζιουμάκες το πάτωμα και να βελάζουν, για να γεννιούνται αρνιά θηλυκά. Στην πρώτη παρέα που πήγαινε στο σπίτι έλεγε να καθίσουν όλοι κάτω για να κάτσει η κλωσσαριά (η κότα που κλωσάει τα αυγά). Αν από αυτήν την πρώτη παρέα τα περισσότερα ήταν κορίτσια τότε θα γεννιόταν και αρνιά θηλυκά.
Από την προηγούμενη μέρα οι νοικοκυρές είχαν έτοιμες τις κουλούρες για να τις δώσουν στα κολιανδρούλια. Εκτός από τις κουλούρες που μοίραζαν στα παιδιά οι νοικοκυρές έφτιαχναν άλλες δύο. Μία στρόγγυλη που παρίστανε μαντρί και μία σε σχήμα σταυρού για το ζευγάρωμα των αρνιών. Την ημέρα των Φώτων τις πήγαιναν στον αγιασμό, τις στούμπιζαν, τις ανακάτευαν με αλάτι και τις έδιναν στα ζωντανά.
Το τρίγωνο ήταν είδος πολυτελείας για τα παιδιά του χωριού, δεν το ήξεραν. Συνήθως κρατούσαν στα χέρια μια αυτοσχέδια φάτνη κι ένα κουτί ή ένα τρουβά (μάλλινο σακούλι με σχοινί για να κρεμιέται στον ώμο) για τα χρήματα που θα τους έδιναν. Τα μεγαλύτερα παιδιά, έντεκα δώδεκα χρονών, αν μπορούσαν κατασκεύαζαν ένα ξύλινο αστέρι έβαζαν ένα κερί στη μέση και αν δεν είχε αέρα, το άναβαν για να δείχνει το αστέρι φωτεινό.
Όταν έφταναν στην αυλή του σπιτιού τραγουδούσαν:
«Καλήν εσπέρα άρχοντες και αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στ  αρχοντικό σας …».
Αν ήταν ευχαριστημένα από το κέρασμα, φεύγοντας τραγουδούσαν:
«σ αυτό το σπίτι που ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει».
Αν δεν ευχαριστιόταν από το κέρασμα γιατί το θεωρούσαν μικρό, έλεγαν χαμηλόφωνα:
«Σ αυτό το σπίτι που ρθαμε γεμάτο καλιακούδια, τα μ(ι)σά γεννούν τα μ(ι)σά κλωσούν τα μισά σε βγαζ΄ν τα μάτια»!
Στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι είχαν την τιμητική τους τα χοιρινά κυρίως εδέσματα. Κρέας χοιρινό, λουκάνικα χειροποίητα, τσιγαρίδες, μπάμπες (τα έντερα του γουρουνιού γεμισμένα με ρύζι, χοντροκομμένο κρέας και μπαχαρικά), η προστούρα (το στομάχι του γουρουνιού γεμισμένο όπως οι μπάμπες) και φυσικά τα γιαπράκια. Οι μέρες ήταν πραγματικά γιορτινές και μοναδικές, επειδή ήταν ίσως από τις πολύ λίγες όλο το χρόνο που μπορούσες να απολαύσεις τόσα πολλά!

Πρωτοχρονιά

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μετά τη δύση του ήλιου γύριζαν στο χωριό τα μικρότερα παιδιά του χωριού, ντυμένοι κουδουνιάηδες και οι μπαμπαλιούρηδες, είτε σε μικρές ομάδες είτε μόνοι τους. Ήταν μασκαρεμένα παιδιά με βαμμένο ή καλυμμένο το πρόσωπό τους, με κουδούνια ζωσμένα και κρατούσαν μαχαίρι. Η εμφάνιση τους ήταν τρομακτική και ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να τρομάξουν τον παλιό χρόνο να φύγει για να έρθει ο καινούριος. Ζητούσαν χρήματα δείχνοντας το μαχαίρι και φώναζαν δυνατά «παρά παρά» (παράδες). Τραγουδούσαν και χόρευαν το τραγούδι του Αϊ-Βασίλη, με δυνατή και βροντερή φωνή.

«Αγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει 
Βασίλη μ' πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις
κι εγώ απ τα ξένα έρχουμι κι στα δικά μου πάω
Σαν έρχεσαι απ’ την ξενιτιά πες μας κι ένα τραγούδι
κ' εγώ τραγούδια μάθαινα τραγούδια να σας λέω
στη πατερίτσα ακούμπησα να πω την αλφαβήτα
κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι απώλησε κλωνάρια
κλωνάρια χρυσοκλώναρα κι αναργυρά  τα φύλλα
όλα χρυσά όλα αργυρά όλα μαλαματένια».


Τη ημέρα της Πρωτοχρονιάς γυρνούσαν το χωριό τα μεγαλύτερα παιδιά. Ήταν οι καπεταναραίοι και οι κουδουνιάηδες. Ο πιο γεροδεμένος της παρέας φορούσε μάλλινο παλτό, το ταλαγάνι, είχε ζωσμένα μεγάλα και βαριά κουδούνια και κρατούσε στο χέρι τη μαχαίρα. Έμπαινε πρώτος στις αυλές των σπιτιών κάνοντας μεγάλη φασαρία με τα κουδούνια και κρατώντας το μαχαίρι ψηλά τραγουδούσαν και χόρευαν όλοι μαζί το «Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης Ξημερώνει..»
 Οι καπεταναραίοι ήταν άλλοι ντυμένοι με φουστανέλες, άλλοι με φουστανέλες και παλτά, με μάσκες, με περούκες, μπαμπαλιούρηδες δηλαδή και άλλοι με νυφικά φορέματα παριστάνοντας τις νύφες των καπεταναραίων. Κρατούσαν ψεύτικα σπαθιά στα χέρια ή τα είχαν ζωσμένα. Οι νοικοκυρές των σπιτιών έδιναν σ’ αυτούς εδέσματα και χρήματα. Με τα χρήματα πλήρωναν την ορχήστρα με την οποία θα γλεντούσαν το απόγευμα στην πλατεία του χωριού. Πριν το γλέντι στην πλατεία οι καπεταναραίοι «πολεμούσαν» μεταξύ τους χτυπώντας τα σπαθιά τους στον αέρα.
Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς σε κάθε σπίτι έκοβαν τη βασιλόπιτα που ήταν συνήθως τυρόπιτα με χοντρό φύλλο που έπλαθαν οι νοικοκυρές. Πρώτα έκοβαν ένα κομμάτι για τον Αϊ-Βασίλη, μετά για το Χριστό και μετά για τα μέλη της οικογένειας. Μέσα στην πίτα εκτός από το φλουρί έβαζαν και ένα τσάκνο (ξερό κλαδάκι από πουρνάρι) και ένα σάλωμα (άχυρο). Όποιος έβρισκε το φλουρί θα γινόταν πλούσιος, όποιος το τσάκνο τσοπάνος και όποιος το άχυρο γεωργός.



Θεοφάνεια

Την παραμονή των Θεοφανείων, ο ιερέας γύριζε το χωριό με το Σταυρό κάνοντας αγιασμό στα σπίτια. Ράντιζε με ένα κλωνί βασιλικό όλους τους χώρους του σπιτιού.
Την μέρα των Θεοφανείων η λειτουργία γίνονταν στην εκκλησία και ο αγιασμός των υδάτων γίνονταν σε διαφορετική βρύση κάθε χρόνο: στο «Μέγα», στην «Κεραμίδα», στο «Παλιομανάστερο». Έπαιρναν όλες τις εικόνες από την εκκλησία και τις πήγαιναν στη βρύση. Όταν τέλειωνε ο αγιασμός γίνονταν περιφορά των εικόνων στο χωριό και στο τέλος χόρευαν και τραγουδούσαν στην αυλή της εκκλησίας. Το απόγευμα πήγαιναν στο μοναστήρι και ξεθρόνιαζαν την εικόνα της Παναγίας και την έφερναν στην εκκλησία του χωριού και έκαναν παράκληση. Για να ξεθρονιαστεί η εικόνα από τη θέση που ήταν, έπρεπε κάποιος να προσφέρει χρήματα. Στην επιστροφή προς το χωριό την ακουμπούσαν στο εικονοστάσι της Παναγίας, που βρίσκεται στο νότιο μέρος του χωριού δίπλα από το κοιμητήριο, εκεί που λέγεται ότι γονάτισε η Παναγιά.
Στο Σαραντάπορο στην περιοχή Παλιομανάστερο στα βορειοδυτικά του χωριού, υπάρχει ένα μικρό πέτρινο εξωκκλήσι. Η τοπική παράδοση λέει ότι εδώ ήταν η αρχική θέση του Μοναστηριού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το χωριό, έβαλαν φωτιά στο Παλιομανάστερο και τότε η Παναγία πήρε την εικόνα της για να την σώσει και ξέφυγε με ένα άλογο. Πριν την είσοδο του σημερινού νεκροταφείου το άλογο γλίστρησε στο βραχώδες έδαφος και έμεινε το αποτύπωμα από οπλή του πάνω στο βράχο, προστατευμένο σήμερα από ένα μικρό εικονοστάσι. Οι χωριανοί βρήκαν την εικόνα κρυμμένη μέσα στα πουρνάρια στη σημερινή θέση του Μοναστηριού, δίπλα στο ποτάμι Μουκριώτης. Για να τιμήσουν τη Θεοτόκο και να προστατεύσουν την εικόνα της έχτισαν ένα ξωκλήσι, ενώ αργότερα ο Καπετάν Ζήδρος έχτισε στη θέση αυτή το Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Ο αγιασμός των σπιτιών από τον ιερέα την παραμονή των Θεοφανείων και το ξεθρόνιασμα της εικόνας της Παναγίας από το Μοναστήρι γίνεται μέχρι σήμερα. Η εικόνα μένει στο χωριό για σαράντα μέρες και ο κάθε χωριανός που το επιθυμεί , την παίρνει στο σπίτι για μια μέρα και μια νύχτα ως ευλογία.
Την ημέρα των Θεοφανείων γίνεται και το ξεθρόνιασμα των εικόνων από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, της προστάτιδας του Σαρανταπόρου. Με το τέλος της Θείας Λειτουργίας, οι πιστοί κάνουν μια συμβολική χρηματική προσφορά για τις εικόνες που είναι κρεμασμένες στο εσωτερικό της εκκλησίας και με αυτές στα χέρια τους βγαίνουν όλοι στην πλατεία του χωριού όπου γίνεται ο αγιασμός των υδάτων. Μετά τον αγιασμό όλοι οι πιστοί περνάνε μπροστά από τον ιερέα, τους ραίνει με την αγιαστούρα και προσκυνούν τις εικόνες που κρατάνε στα χέρια όσοι τiς έχουν ξεθρονιάσει, στους οποίους λένε τη φράση «να σε βοηθάει».
Όταν τελειώσει αυτή η διαδικασία γίνεται περιφορά των εικόνων στους δρόμους του χωριού και στο τέλος επιστρέφουν στη θέση τους μέσα στην εκκλησία. 

****Στον σύνδεσμο που ακολουθεί μπορείτε να παρακολουθήσεις βίντεο από των ξεθρόνιασμα των εικόνων και τη μεταφορά της εικόνας από το Μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Σαραντάπορο.





.............................................
*** Έρευνα και παρουσίαση θέματος
        Γιάννης Ντάλλας
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Δύο περιγραφές για τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, από την Γκατζάρα Ευαγγελία και τον Ιωάννη Παπανάτσιο. Τις παραθέτω με το αυθεντικό κείμενο και τους εκφράζω τις ευχαριστίες μου για τα κείμενα που μου παρέδωσαν.

Η φωτογραφία είναι από την παρουσίαση του "Κόλιαντρα" στην Ελασσόνα το 2017

ΚΟΛΙΑΝΤΡΑ ΜΕΛΙΑΝΤΡΑ
(Από χειρόγραφο σημείωμα της Ευαγγελίας Γκατζάρα)
 

«Ξημερώνει 24 Δεκεμβρίου
-Σηκωθείτε παιδιά, βάρσι το άστρο της μέρας θα ξημερώσει.
Σηκώνονται τα παιδιά, ποιό να σηκωθεί πρώτο από τα αδέρφια να φωνάξει πρώτος – πρώτη τα κόλιαντρα. Έβγαιναν στο μπαλκόνι και φώναζαν «Κόλιαντρα Μέλιαντρα Χριστός γεννιέται το γρούνι γκιλιέται».
Έβγαιναν όλα τα παιδιά της γειτονιάς ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά! Ύστερα έμπαιναν στο σπίτι και η μάνα είχε αναμμένο το μπουχάρι  (το τζάκι). Είχε έτοιμο ένα πουρνάρι και το έκαιγε στη φωτιά και έλεγε η μάνα «όσες σκανταλήθρις (οι σπίθες της φωτιάς) βγάζει το πουρνάρι, τόσα καλά να μας φέρει ο Χριστός. Αρνιά, κατσίκια όλα θηλκά. Γαμπροί, νύφες, εγγόνια, ότι επιθυμούμε» και έριχνε και λίγο αλάτι στη φωτιά και τα παιδιά φώναζαν «να είναι γερά τα αρνιά και τα κατσίκια».
Ύστερα έδωναν οι μάνες τον κόλιαντρα (μακρόστενο σκαλιστό ξύλο, είκοσι εκατοστά περίπου, το οποίο ήταν δεμένο στη μέση με ένα μακρύ σχοινί, περίπου ένα μέτρο. Σε αυτό περνούσαν τις κουλούρες που τους έδιναν στα σπίτια που πήγαιναν)  και τη τζιουμάκα (ξύλινη μαγκούρα με χοντρή λαβή) στα παιδιά και γυρνούσαν τους μαχαλάδες να πουν τα κάλαντα. Τραγουδούσαν «σ΄αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε και καλήν ημέρα άρχοντες» και άλλα και έδωναν στα παιδιά μήλα, κουλούρες, σύκα, καραμέλες και έτσι γύριζαν όλο το χωριό. 
Βιάζονταν να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, γιατί οι γονείς έκοβαν (έσφαζαν) τα γουρούνια. Μαζεύονταν παρέες πέντε, έξι άτομα και έκοβαν τα γουρούνια τους και τα παιδιά έτρεχαν ποιος να πάρει τη φούσκα από το γουρούνι και την έκαναν μπάλα κι έπαιζαν, αυτή ήταν η μπάλα τους. Οι παππούδες μας έπαιρναν το δέρμα από το γουρούνι και μας το έκαναν παπούτσια, τσαρούχια και τα βάζαμε τη μέρα των Χριστουγέννων και χορεύαμε από το μεσημέρι μέχρι που νύχτωνε μέσα στα χιόνια!



Ο ΠΑΛΙΟΣ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΧΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΧΟΡΕΥΤΗΣ
(Μια εύθυμη, αυθεντική γιορτινή ιστορία, γραμμένη από τον Ιωάννη Παπανάτσιο).


Απίστευτα κι όμως αληθινά τα έθιμα του τόπου, τα παλιά τα αγνά έθιμα όπως τα γνωρίσαμε από τους παππούδες μας, αξέχαστα θα μείνουν.
Οι γενιές από το 1930 έως το 1960, πιστεύω πως θα είπαν τα τελευταία πατροπαράδοτα κάλαντα και έζησαν τα δύσκολα των εποχών χρόνια. Ήταν αγνά με σεβασμό και δύσκολα διότι οι ταλαιπωρίες ήταν μεγάλες, περιμένοντας ένα καλύτερο και ειρηνικό αύριο. Το στομάχι άδειο και η ελπίδα κορυφωνόταν για ένα καλύτερο μέλλον.
Από τις παραμονές των Χριστουγέννων άρχιζαν τα μικρά παιδιά να τραγουδούν τα κάλαντα φωνάζοντας «Κόλιανδρα κόλιανδρα, μέλιαντρα, δώσε με γιαγιά μια κλούρα, μη σι κόψω μη ντ΄  τσικούρα» …πείναγαν τα καημένα… Αντιθέτως γέμιζαν χαρά σε όλους τους μαχαλάδες του χωριού, σε όλα τα σπίτια.
Φτάνοντας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς  μόλις μετά το βασίλεμα του ήλιου, ξεχύνονταν στους δρόμους και τα σοκάκια τα πιο μεγάλα παιδιά, φέρνοντας το μήνυμα για τον καινούριο χρόνο τραγουδώντας το τραγούδι του Αϊ Βασίλη. «Αγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει, Βασίλη μ πούθε έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;» Κι ένα παιδί της παρέας, το πιο ζωηρό, που φορούσε τα κουδούνια, παρίστανε τον Αϊ Βασίλη τραγουδώντας: «Εγώ απ τα ξένα έρχομαι και στα δικά μου πάω. Αν έρχεσαι απ την ξενιτιά πες μας ένα τραγούδι. Εγώ τραγούδια μάθαινα, τραγούδια να σας λέω".
Πράγματι, τα τραγούδια της Πρωτοχρονιάς ήταν πολλά και διάφορα κι όλα γεμάτα χάρη και χόρευαν οι λεβέντες, τα χόρευαν ολημερίς και του χωριού ήταν καμάρι.
Τα όργανα του τόπου μας ήταν το βιολί και το λαγούτο που παίζανε ολημερίς. Τα παιδιά αφού γύριζαν όλο το χωριό, το απόγευμα συγκεντρώνονταν στην πλατεία όλες οι ομάδες και έστηναν το χορό γύρω από τα όργανα. Σε μια τέτοια γιορτή λοιπόν, βγαίνει ο πρώτος νέος χορευτής με ύφος, πόζα και καμάρι και λέει:
-          Βάρα, ξέρεις ποιος χορεύει;
-          Πιο χαλέβς (θέλεις);
-          Πάει ο Κωσταντής για ξύλα, πάρε ένα δίφραγκο!
Και βαρούσαν τα όργανα και δώσε πάρε στήσιμο τα παλούκια!! (όποιος δεν χόρευε καλά τον κορόιδευαν και έλεγαν ότι δεν λύγιζε τα πόδια και τα κρατούσε ίσια σαν παλούκια).
-          Ε άλλαξε το, ένας λεβέντης χόρευε, φώναζε ο πρωτοχορευτής και πάρε άλλο ένα!
Δεν ήταν όμως δίφραγκο, ούτε δραχμή, ήταν πενηνταράκι και δώστου στην πλατεία φούρλες (στροφές).
Ήρθε η σειρά να χορέψει κι ο δεύτερος, ένα φτωχό παλικαράκι.
-          Παίξτε και για μένα ένα τραγούδι
-          Πιο χαλέβς εσύ το ορφανό παιδί, δε θα ρίξεις τίποτα εσύ; (Εννοούσαν λεφτά..)
-          Θα ρίξω ένα αυγό!
-          Πότε;
-          Όταν θα γεννήσει η κότα!
…και τότε ο οργανοπαίχτης πάει να το κόψει το τραγούδι.
-          Ε, μη το κόβεται, θα σας το δώσω, σας ορκίζομαι μα το μούρτζιο κουνέλι, βάρα το και μη σε μέλει!!

 Απίστευτο κι όμως αληθινό!

                                                         Ιωάννης Γεωργίου Παπανάτσιος, 12-1-2003

 

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

 «Στατιστική της επαρχίας Ελασσόνας του έτους 1885-1886… …Γλύκοβον… ..έχει γραμματοδιδασκαλείο, ένθα διδάσκονται 30 μαθηταί».[1]

 «Από τα μέσα του 18ου αιώνα η παιδεία από το ένα ως το άλλο άκρο της αλύτρωτης Ελλάδας ακμάζει αφάνταστα. Στο συνολικό ετούτο εύκρατο κλίμα ανθεί και η παιδεία της περιοχής Ελασσόνας, όπως αποκαλύπτεται από στοιχεία που διασώθηκαν. Τώρα λειτουργούν σχολεία και στις μικρότερες Κοινότητες. Γίνεται πια κανόνας εκείνο που ισχυρίστηκε για τις αρχές του ίδιου αιώνα ο Άγγλος Συνταγματάρχης Leake, που περιηγήθηκε τη Θεσσαλία, λέγοντας: Δεν υπάρχει κοινότης Ελληνική έχουσα ευμάρειαν τίνα να μη έχει το Ελληνικό σχολείο της.

Κατά την Οθωμανική απογραφή του 1902 η Ελασσόνα είναι Υποδιοίκηση (Καζάς), υπάγεται στη Διοίκηση (Σαντζάκιο) Σερβίων και στη Γενική Διοίκηση (Βιλαέτι) Μοναστηρίου. Αναγράφονται 43 χωριά. Μεταξύ αυτών και το Γλύκοβον (Glykovo). Το Γλύκοβο έχει Γραμματοδιδασκαλείο με ένα δάσκαλο, στο οποίο διδάσκονται 49 μαθητές και έχει ετήσια δαπάνη 300 frs. Ασύγκριτα πιο διαφωτιστικές είναι οι απογραφές που διενεργούνται από τη Μητρόπολη Ελασσόνας, επειδή πέρα από όσα παρέχουν οι τουρκικές, εδώ βλέπουμε τα ονόματα των δασκάλων, τον τόπο καταγωγής, τον τόπο σπουδών και το είδος τους, τον χρόνο υπηρεσίας, τον τόπο όπου δούλεψαν την περασμένη χρονιά, την υπαλληλική ιδιότητα κλπ. Υστερούν από τις τουρκικές κατά τη στήλη που φανερώνει την ετήσια δαπάνη συντήρησης.

Κατά την απογραφή του σχολικού έτους 1910-1911, λειτουργούν 44 σχολεία στην περιοχή της Ελασσόνας. Στο Γλύκοβον λειτουργεί σχολείο με δύο τάξεις, αποτελούμενες από 25 αγόρια και 10 κορίτσια. Γραμματοδιδάσκαλος είναι ο Γεώργιος Δήμου, ετών 22, από το Γλύκοβον.

Το σχολικό έτος 1911-1912, λειτουργούν 43 σχολεία στην περιοχή Ελασσόνας. Στο Γλύκοβον το σχολείο έχει 15 μαθητές, όλοι αγόρια. Δάσκαλος είναι ο Θεόδωρος Παπακυριακού, ετών 28, από το Μητσιούνι, είναι απόφοιτος της Σχολής Τσαριτσάνης το έτος 1905 και διδάσκει για έβδομο χρόνο.

Το σχολικό έτος 1912-1913 τα σχολεία της περιοχής Ελασσόνας είναι 37. Στο Γλύκοβον το σχολείο έχει 13 μαθητές όλοι αγόρια, δάσκαλος είναι ο Γεώργιος Δ. Γαστραμπάς, ετών 30 από το Γλύκοβο και διδάσκει για δεύτερο χρόνο.

Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 1911, περισσότερους κατοίκους έχει το Λιβάδι (4064), η Δεσκάτη (2746), η Τσαριτσάνη (1927), ο Κοκκινοπλός (1707), η Βερδικούσια (1697), η Κρανιά (1529), η Καρυά (910) και η Ελασσόνα (835). Αστικές Σχολές λειτουργούσαν στα κεφαλοχώρια Τσαριτσάνη, Ελασσόνα, Δεσκάτη, Δομένικο, Λιβάδι, Καρυά, Κοκκινοπλό, Δαμάσι, Βερδικούσια.

Ως Εστίες παιδείας της περιφέρειας Ελασσόνας ήταν στους παλαιότερους καιρούς, εκτός από την Ολυμπιώτισσα, την Αγία Τριάδα Λιβαδίου και τη Μπουνάσια Δεσκάτης και πολλά άλλα Μοναστήρια. Η Αγία Τριάδα Σπαρμού, ο Άγιος Αντώνιος Σιάπκας Λιβαδίου με το μεγάλο μετόχι του στην Κοκκινόγη, η Μεταμόρφωση Παλαιοκαρυάς στη Δεσκάτη, η Ανάληψη Συκιάς, η Μονή Κλημάδων στην Καρυά, η Αγία Τριάδα Γιαννωτών, η Παναγία Γλυκόβου και διάφορα μετόχια. Οι καλόγεροι των μοναστηριών αυτών χρημάτισαν δάσκαλοι στους ιερωμένους αδελφούς, καθώς και στα φιλομαθή ελληνόπουλα των κοντινών χωριών. Ενθυμίσεις που μνημονεύουν τέτοιους δασκάλους, υπάρχουν σκόρπιες στα έντυπα της βιβλιοθήκης της Ολυμπιώτισσας».[2]

«Στις τελευταίες δεκαετίες της τουρκικής κατοχής λειτουργούσαν σχολεία μόνο στα χωριά που είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν το δάσκαλο και να συντηρούν το σχολείο. Οι δάσκαλοι δεν είχαν τα προσόντα τα οποία διέθεταν οι συνάδελφοι τους της ελεύθερης Ελλάδας. Οι σχολικές επιτροπές ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες που είχαν, προσελάμβαναν ως δάσκαλο κάποιον που γνώριζε λίγα ή πολλά γράμματα και ήταν σε θέση να μαθαίνει στα παιδιά τα βασικά: γραφή, ανάγνωση και αρίθμηση. Στην περίοδο 1912-1914 λόγω των πολέμων, χάρη στους οποίους ελευθερώθηκε η επαρχία Ελασσόνας, τα σχολεία λειτούργησαν πλημμελώς. Από το 1914 όμως η Κυβέρνηση προσπάθησε να λειτουργήσει νέα σχολεία και να επαναλειτουργήσει τα παλιά.
Οι μετά το 1915 εκθέσεις των κατά καιρούς επιθεωρητών των δημοτικών σχολείων της επαρχίας παρέχουν πληροφορίες για τα σχολεία της περιοχής (έτος λειτουργίας, αριθμό μαθητών, κτιριακή κατάσταση κλπ) κατά τα σχολικά έτη 1914-15, 1915-16, 1931-32 και 1939-40. Η εικόνα των παραπάνω σχολικών περιόδων είναι αρκετά καθαρή και σε γενικές γραμμές είναι η εικόνα όλης της περιόδου 1914 -1940.

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

Το σχολικό έτος 1915 -1916 το σχολείο του τότε Γλυκόβου στεγαζόταν σε έναν πρώην στάβλο, επιδιορθωμένο, με δύο δωμάτια. Το ένα δωμάτιο χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του δασκάλου, ο οποίος ήταν ο Αστέριος Ιατρού. Το έργο αυτού του δασκάλου ήταν δύσκολο, διότι […τους κατοίκους διακρίνει αφάνταστη αμάθεια… Επέπληξα τους χωρικούς, έγραψε ο επιθεωρητής, δια την αδιαφορίαν των περί του σχολείου και παρακάλεσα τον αγράμματον επίσης ιερέα να προστρέξη τους κατοίκους ίνα αποστέλλουσι τα τέκνα των ανελλιπώς εις το σχολείον…]
Το σχολικό έτος 1931 – 1932 το σχολείο στεγαζόταν σε κάπως καλό διδακτήριο. Στους 54 μαθητές δίδασκε ο Βασίλειος Παντελόπουλος, 23 ετών, από την Ανδρούσα της Μεσσηνίας, με υπηρεσία 4 ετών.
Το σχολικό έτος 1939 – 1940 το σχολείο ήταν μονοθέσιο μολονότι φοιτούσαν σε αυτό 135 μαθητές, στεγαζόμενοι σε διδακτήριο που ήταν εντελώς ακατάλληλο και δεν διέθετε τα απαραίτητα έπιπλα και εποπτικά μέσα διδασκαλίας. Υπηρετούσε εδώ ο Ιωάννης Χατζάκος, 24 ετών, από την περιοχή της Σπάρτης, πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας»[3]

Έκθεση για την κατάσταση του Δημοτικού Σχολείου Σαρανταπόρου όπως αυτή συντάχθηκε τον Απρίλιο του 1956 από τον Διευθυντή του Σχολείου Ηλία Κωσταρίγκα.[4]

Α. Η ιστορία του Σχολείου

Επί Τουρκοκρατίας δεν επιτρεπόταν η ύπαρξη σχολείου, δηλαδή κτιρίου μεγάλου αναγνωρισμένου ως σχολείου. Τα μαθήματα συνήθως γινόταν στους νάρθηκες των εκκλησιών, στην εξοχή την άνοιξη και στα κρυφά υπόγεια τον χειμώνα. Εκεί οι μαθητές του χωριού διδάσκονταν μόνον τα νούμερα ή ψηφία δηλαδή τους αριθμούς και το μάθημα των θρησκευτικών. Ως διδάσκαλοι χρησιμοποιούνταν οι ψάλτες και ο ιερέας. Βιβλία δεν υπήρχαν. Προμηθεύονταν μόνον ελάχιστα, θρησκευτικού περιεχομένου από τις εκκλησίες. Την πρόσθεση την έλεγαν «μάστα σούμα», την αφαίρεση «κατεβασμό», τη διαίρεση «μοιρασμό» κλπ. Αργότερα το σχολείο περιήλθε στην ιδιοκτησία της εκκλησίας. Δηλαδή η εκκλησία αποκτούσε μια μικρή περιουσία από τις εισπράξεις και από τις εισπράξεις αυτές πλήρωνε τους δασκάλους, οι οποίοι ήταν ντόπιοι και χρησιμοποιούνταν και ως ψάλτες.
Αυτό γινόταν μέχρι το 1914. Μετά το 1914 το σχολείο έλαβε άλλη μορφή. Έγινε ένα μικρό σπιτάκι στο προαύλιο της εκκλησίας και διδάσκονταν τα μαθήματα με τον εξής τρόπο. Παιδαγωγία. Ήταν ένα φυλλάδιο που περιείχε την άλφαβήτα την οποία μάθαιναν ως εξής: βήτα – άλφα = βα, βήτα – ήτα = βη, βήτα – έψιλον = βε κλπ. Εκτός από την αλφαβήτα η παιδαγωγία περιείχε διάφορα εκκλησιαστικά τροπάρια όπως υο Άγιος ο Θεός, Παναγία Τριάς, Πάτερ Υμών κλπ. Τελειώνοντας την παιδαγωγία έμπαιναν στο οκτώηχο. Ο οκτώηχος περιείχε επίσης απολυτίκια και τη σειρά της εκκλησίας. Φρόντιζαν  ως επί το πλείστον να μαθαίνουν τα απολυτίκια των αγίων και διάφορα εκκλησιαστικά τροπάρια, τους ψαλμούς του Δαυίδ και το ψαλτήριο. Αφού ένας μαθητής περνούσε το ψαλτήριο, το οποίο και θεωρούνταν και το πλέον δύσκολο μάθημα, διάβαζε και διάφορα φυλλάδια από περιγραφές και βίους των αγίων. Έτσι τελείωνε όλες τις τάξεις του σχολείου και είχε το δικαίωμα να γίνει στο χωριό δάσκαλος, παππάς ή ψάλτης.
Πιο αργά κατά το έτος 1915 – 1916 έγινε το πρώτο σχολείο του Δημοσίου με δύο δωμάτια. Το ένα ήταν αίθουσα διδασκαλίας και το άλλο το χρησιμοποιούσε ο δάσκαλος ως κατοικία. Το σχολείο αυτό λειτούργησε ως μονοτάξιο για πολλά χρόνια. Το κτίριο έγινε με δαπάνες της Κοινότητας με προαιρετικό έρανο μεταξύ των κατοίκων. Το 1/3 των δαπανηθέντων διατέθηκε από την εκκλησία. Επίσης το οικόπεδο στο οποίο ανεγέρθη το σχολείο, το διέθεσε η εκκλησία στο προαύλιό της. Το 1925 – 1926 έγινε η απαλλοτρίωση των εκκλησιαστικών κτημάτων, τα οποία διανεμήθηκαν κατά κλήρους μεταξύ των κατοίκων. Από τα κτήματα αυτά έλαβε και το σχολείο ως κλήρο 40 στρέμματα περίπου. Τα κτήματα αυτά τα πούλησε η Σχολική Εφορεία και αγόρασε διάφορα υλικά (ξυλεία, πέτρα κλπ), για την ανέγερση νέου διδακτηρίου μεγαλύτερου. Όλα τα υλικά αποθηκεύτηκαν στον νάρθηκα της εκκλησίας και εκτός αυτού για φύλαξη, μέχρι να αρχίσει η ανέγερση του νέου σχολείου.
Αργότερα κατά το έτος 1943 ολόκληρο το χωριό και μαζί με αυτό η εκκλησία, το σχολείο και τα συγκεντρωμένα υλικά, πυρπολήθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές. Κατά τα έτη 1944, 1945 και 1946 δεν λειτούργησε σχολείο στο χωριό. Τα έτη 1947, 1948 και 1949 το σχολείο λειτούργησε σε ένα μικρό εξωκκλήσι (Άγιος Νικόλαος). Καθήκοντα δασκάλου αυτά τα χρόνια, ασκούσε ο ψάλτης του χωριού Τσιάμης Γεώργιος.
Το 1950 κτίστηκε το σημερινό σχολείο δαπάνες εράνου της Α.Μ. του Βασιλέως Πάυλου του Α και της Α.Μ. της Βασίλισσας Φρειδερίκης, σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε από την Κοινότητα. Όμως και οι κάτοικοι του χωριού ευχαρίστως βοήθησαν, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους προς όλους τους τομείς. Ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του καθενός και ευχέρεια, άλλος μετέφερε δύο ως τρία κυβικά πέτρα,  άλλοι βοήθησαν για την κατασκευή του ασβεστοκάμινου και για την διάνοιξη των λάκκων για τον ασβέστη κοντά στο μέρος όπου ανεγέρθη το νέο διδακτήριο. Επίσης οι κάτοικοι πρόσφεραν κάθε μέρα την απαιτούμενη προσωπική εργασία, μέχρι την αποπεράτωση του.
Το νέο σχολείο πλέον αποτελείται από δύο αίθουσες διδασκαλίας, ενός γραφείου και ενός χολ. Από της ανεγέρσεως μέχρι σήμερα καμία μεταβολή ή μεταρρύθμιση δεν επήλθε σε αυτό.
Το σχολικό έτος 1950-1951 το σχολείο λειτούργησε ως μονοτάξιο με δάσκαλο τον Βασίλειο Βαϊόπουλο μέχρι τον Απρίλιο του 1952. Από του Απριλίου 1952 μέχρι λήξεως του σχολικού έτους, λειτούργησε με δάσκαλο τον Ηλία Κωσταρίγκα.
Από το σχολικό έτος 1952-1953 μέχρι λήξεως του σχολικού έτους 1954-1955, το σχολείο λειτούργησε ως διτάξιο, με δασκάλους τους Ηλία Κωσταρίγκα και Αρτεμισία Γκανά.
Κατά το τρέχον σχολικό έτος 1955-1956 και πάλι το σχολείο λειτουργεί ως μονοτάξιο με δάσκαλο τον Ηλία Κωσταρίγκα.
Κατά το σχολικό έτος 1952-1953 ιδρύθηκε ο πρώτος σχολικός κήπος, ο οποίος περιλαμβάνει δενδρόκηπο, λαχανόκηπο και ανθόκηπο. Ο σχολικός κήπος καταλαμβάνει τον χώρο μπροστά από το σχολείο, το προαύλιο προς τη νότια πλευρά και τον χώρο πίσω από το διδακτήριο, προς το βόρειο μέρος. Το προαύλιο του σχολείου  περιορίστηκε με πετρόκτιστο τοίχο και με πυκνές σειρές αγκαθωτού σύρματος, ώστε να προστατεύεται από αυθαίρετη είσοδο και έχει χωρισθεί με διάφορα κανονικά σχήματα, δηλαδή κύκλους, τρίγωνα κλπ. Κατόπιν φυτεύτηκε με ακακίες, πεύκα, αχλαδιές, βερικοκιές, κερασιές και μηλιές. Ο ανθόκηπος φυτεύτηκε με πολλές ποικιλίες από άνθη και ο λαχανόκηπος από ποικιλία λαχανικών. Στο  πίσω μέρος του διδακτηρίου φυτευτήκαν διάφορα καρποφόρα δέντρα.

                                                                        Σαραντάπορο 14 Απριλίου 1956

                                                                        Ο Διευθυντής του Σχολείου

 

Β. Στοιχεία του Σχολείου

1) Οργανικότης Σχολείου: Διτάξιο Δημόσιο Δημοτικό Σχολείο Σαρανταπόρου.

2) Έτος ιδρύσεως: 1950

3) Έτος επισκευής: /

4) Συμβάλλοντες για  την ανοικοδόμηση: α) έρανος ΑΑΜΜ των Βασιλέων Παύλου του Α και Φρειδερίκης. β) Η Κοινότητα Σαρανταπόρου.

5) Ποσό που διατέθηκε σε δραχμές: 67.938 α) Από το Δημόσιο 67938. β) από την Κοινότητα 0. γ) από ιδιώτες  0. δ) από τους κατοίκους 0.

6) Συντάξας τη μελέτη: Ιωάννης Σιγάλας, Νομομηχανικός Λάρισας.

7) Επιβλέπων τη μελέτη: Διονύσιος Κλαυδιανός, Εργολάβος Δημοσίων Έργων.

8) Διευθυντής Σχολείου επί των ημερών του οποίου ανεγέρθη: /

9) Ονόματα διδασκαλικού προσωπικού: /

10) Ονοματεπώνυμο Προέδρου: /

11) Ονοματεπώνυμα μελών Σχολ. Εφορείας: /

12) Ονοματεπώνυμο Διευθυντού: Ηλίας Κωσταρίγκας

13) Ονοματεπώνυμο Επιθεωρητού: Ευάγγελος Καραμήτσος

 

                                                                        Σαραντάπορο 14 Απριλίου 1956

                                                                        Ο Διευθυντής του Σχολείου

 

Επάνω, η βόρεια πτέρυγα του σχολείου το 1956. Αριστερά διακρίνεται ο πέτρινος περίβολος και στο βάθος μέρος της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας.

Κάτω, μέρος του εγγράφου για την κατάσταση του Δημοτικού Σχολείου Σαρανταπόρου το 1956.


 

Η ΔΥΤΙΚΗ ΠΤΕΡΥΓΑ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Τα εγκαίνια του Σχολείου Σαρανταπόρου[5]

Η εμπνευσμένη ομιλία του Διευθυντού του Σχολείου

Η συμπαράσταση στο έργο αρχών και χωρικών

"Την 18η Φεβρουαρίου 1962 με αφορμή την επέκταση του υπάρχοντος διδακτηρίου, έγιναν τα εγκαίνια της νέας πτέρυγας. Η ανεγερθείσα αίθουσα γέμισε ασφυκτικά από τους χωρικούς, στα πρόσωπα των οποίων ήταν ζωγραφισμένη η ικανοποίηση διότι βρισκόταν κάτω από τη στέγη του διδακτηρίου για το οποίο συνέβαλαν, με την υπόδειξη και καθοδήγηση του εξαίρετου διευθυντή του σχολείου κ. Γεωργίου Κυριακόπουλου. Το διδακτήριο περατώθηκε κατόπιν της γενναίας προσφοράς εκατό χιλιάδων δραχμών του Νομαρχιακού Ταμείου και με την προσωπική εργασία των κατοίκων.
Μετά το τέλος της τελετής από τον ιερέα Βασίλειο Βαλδούμα, τον λόγο πήρε ο διευθυντής του σχολείου, ο οποίος με την ευφράδεια και την άρτια κατάρτιση που τον διακρίνει, εξήρε την πολύπλευρη επίδραση που ασκεί η σχολική ατμόσφαιρα στα παιδιά υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά το μνημειώδες λεχθέν από τον Βίκτωρ Ουγκώ «όποιος ανοίγει ένα σχολείο κλείνει μια φυλακή». Στη συνέχεια τόνισε ότι το νέο διδακτήριο θα είναι το θερμοκήπιο στο οποίο θα γαλουχηθεί η νεολαία του Ιστορικού Σαρανταπόρου, θα διαπλαστούν ψυχές, θα σφυρηλατηθούν χαρακτήρες και θα χαλκευτούν εθνικές συνειδήσεις. Στο τέλος της ομιλίας εξέφρασε τις ευχαριστίες του προς τους συντελεστές για την ανέγερση του διδακτηρίου, τον Πρόεδρο της Βουλής Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, τον Νομάρχη, τον Επιθεωρητή Π. Καρπούζα, τον Νομαρχιακό Σύμβουλο Ελ. Γκούμα και στους αξιωματικούς του εκεί εδρεύοντος κλιμακίου του 726 ΤΜΚ, τον Διοικητή Κων. Μπόγδο, τον Λοχαγό Δημ. Κερεμέζη και τον Υπολοχαγό Ανδ. Δασκαλόπουλο.

Ευχαρίστησε επίσης τους τοπικούς παράγοντες οι οποίοι με σύμπνοια συνετέλεσαν τα μέγιστα για το έργο. Τον Πρόεδρο της Κοινότητας και σχολικής εφορείας Μιλτιάδη Γκουτζουρέλα, ο οποίος διέθεσε σωματικές και υλικές δυνάμεις για αυτό το έργο, τον νέο Πρόεδρο Βασίλειο Κλεισιάρη ο οποίος παρακολουθούσε άγρυπνος το έργο παραμελώντας προσωπικές του εργασίες, τον γραμματέα της Κοινότητας Σωτήριο Ντάλλα και την τετραμελή επιτροπή εκ των Ιωάννη Ζιάκα, Λάζαρο Γκουντρουμπή, Δημήτριο Γκαλίτσιο και Παύλο Παπαδημητρίου, η οποία πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες.

Ευχαρίστησε επίσης τη συνάδελφό του δασκάλα Ευθ. Κοτρώτσου η οποία θυσίασε το καλοκαίρι εργαζόμενη υπέρ του διδακτηρίου.
Ο διευθυντής έκλεισε την ομιλία του με την επίκληση προς όλους να συμπαραστέκονται σε παρόμοια κοινωφελή και αγαθοεργά έργα. «Ας αγαπάμε την Ελλάδα μας το κράτος μας που αγρυπνεί για της ανάγκες μας. Ας την κλείσουμε μέσα μας και θα αισθανθούμε κάθε είδους μεγαλείο».
Ζωηρά χειροκροτήματα και συγκινητικές εκδηλώσεις κάλυψαν τα τελευταία λόγια του ομιλητή. Την ίδια στιγμή συγκροτήθηκε νέα πενταμελή επιτροπή αποτελούμενη από τους: Κωνσταντίνο Τσίλα, Γεώργιο Καραποστόλη, Κωνσταντίνο Γκουντρουμπή, Νικόλαο Γκουτζουρέλα και Αθανάσιο Χατζή. Όλοι χαίρουν εκτίμησης και ανέλαβαν την υποχρέωση να διενεργήσουν προαιρετικό έρανο, το προϊόν του οποίου θα διατεθεί για την προσθήκη νέας αίθουσας.
Συγχαίρουμε θερμότατα τον διευθυντή του σχολείου Σαρανταπόρου και τους συνεργάτες του για το σπουδαίο έργο που επιτελέστηκε.
Μακάρι η προσπάθεια αυτή να γίνει παράδειγμα προς μίμηση και από άλλους διευθυντές σχολείων και των κοινοταρχών της περιφέρειάς μας". 

                                                                                                Τάκης Ζιώγας


ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

 Καθήκοντα δασκάλου στο χωριό, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, αναφέρετε ότι ασκούσε και ο Χρήστος Πυργιώτης ή Περγιώτης, ο οποίος ήρθε στην περιοχή πριν το 1912 και ήταν και ο ιερέας του χωριού έως το 1926.[6] Πιθανόν ήρθε αρχικά στο γειτονικό χωριό Φαρμάκη και παντρεύτηκε στο Σαραντάπορο την Βάγια Ράπτη.
Ο Βασίλειος Παντελόπουλος ήρθε το 1928 στο Σαραντάπορο και άφησε το στίγμα του ως δάσκαλος, μέχρι το 1935. Δεν σταμάτησε να επισκέπτεται το χωριό με την οικογένειά του στα χρόνια μετά τον πόλεμο. Το Παντελοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, αφιερωμένο στη μνήμη του και της κόρης του Θέμιδας, κοσμεί το χωριό μας.
Από το 1935 έως το 1940 ως δάσκαλοι στο Σαραντάπορο αναφέρονται ο Ιωάννης Χατζάκος και η Ζωή Μπασδέκη (μαρτυρία Ιωάννη Τσιάμη). Ο Χατζάκος κατά την έναρξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου επιστρατεύθηκε για το μέτωπο της Αλβανίας και στη συνέχεια συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση.[7] Το σχολείο έπαυσε τη λειτουργία του και το 1943 πυρπολήθηκε μαζί με την εκκλησία και τα σπίτια του χωριού από τους Γερμανούς.
Από το 1947 έως το 1949 δίδαξε  ο ιεροψάλτης Τσιάμης (Μήτσιου) Γεώργιος.

Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Θεμιστοκλή Γκουντρουμπή:

«1949 Οκτώβρη μήνα πήγα στο σχολείο στον προσωρινό δάσκαλο του χωριού μας Μήτσιο (Τσιάμη) Γεώργιο του Φωτίου. Αυτός ήταν ο πρώτος δάσκαλός μου μέχρι και το 1950, αρχάς Φθινοπώρου. Μετά μας στείλανε δάσκαλο του κράτους κανονικά διορισμένο. Ο πρώτος ήταν χωριανός μας με λίγη γνώση, αλλά έπρεπε κάποιος να αναλάβει αυτή την υπηρεσία την ιερή, γιατί όπως βλέπετε το χωριό μας ήταν σε άθλια κατάσταση από τις καταστροφές από τους γερμανούς, που κάψαν το χωριό, δεν άφησαν τίποτα όρθιο, δεν υπήρχε ούτε σχολείο ούτε εκκλησία. Αυτά έγιναν αργότερα, βάλανε οι χωριανοί ενέργεια και τελειοποιήθηκαν το 1952. Το 1950 ήρθε ο νέος δάσκαλος και μας ανέλαβε, στην αρχή σε μια εκκλησία, στον Άγιο Νικόλαο για λίγο καιρό και μετά στο καινούριο  σχολείο. Ο νέος δάσκαλος λεγόταν Αστέριος Παπανικολάου, κάθισε ένα χρόνο και μετά ήρθε ο Βαϊόπουλος Βασίλειος από την Πελοπόνησο».

Το 1950 ανεγείρεται η βόρεια πτέρυγα του σημερινού Δημοτικού Σχολείου Σαρανταπόρου και στη συνέχεια το 1962 προστέθηκε στη δυτική πλευρά άλλη μια πτέρυγα,  με μια αίθουσα χολ και γραφείο. Στον ανατολικό εξωτερικό τοίχο της βόρειας πτέρυγας υπήρχε κτίσμα το οποίο στέγαζε το μαγειρείο, όπου μοιραζόταν συσσίτιο για τα παιδιά έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960 (δεν σώζεται σήμερα).Και οι δυο πτέρυγες είναι πετρόκτιστες, με φαρδιούς τοίχους και μεγάλα παράθυρα. Το προαύλιο παλιά είχε παρτέρια με λουλούδια και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν σε αυτό και το μνημείο των πεσόντων. Οι σχολικές γιορτές και οι δραστηριότητες, γινόταν στο  προαύλιο μπροστά από το κτίριο που στέγαζε το γραφείο της Κοινότητας Σαρανταπόρου. Στο σημείο αυτό σήμερα βρίσκεται το Παντελοπούλειο Πνευματικό Κέντρο και το γήπεδο μπάσκετ.
Επειδή ο αριθμός των μαθητών τις δεκαετίες του 1950 και ειδικότερα του 1960 ήταν μεγάλος (ξεπερνούσε τους 150), για τον λόγο αυτό η σχολική εφορία μισθώνει χώρους κοντά στο σχολείο για τις ανάγκες των μαθητών. Τέτοιοι χώροι αναφέρονται δίπλα στο σπίτι του Σεβδαλή (σημερινή οικία Γκουντρουμπή Θωμά) και δίπλα στο παλιό καφενείο του Γιώργου Γκουτζουρέλα.
Ως Νηπιαγωγείο μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970, χρησιμοποιούνταν ο χώρος πάνω από το παλιό μπακάλικο του Γεωργίου Πάσχου, μπροστά στην πλατεία (στο σημείο αυτό σήμερα βρίσκεται το καφέ Centro). Αργότερα δημιουργήθηκε το σημερινό Νηπιαγωγείο, στη βορειοδυτική γωνία των δυο πτερύγων του σχολείου, όπου υπήρχε ένας παλιός αποθηκευτικός χώρος. 
Από το 1964 έως και το 1970 το Δημοτικό Σχολείο Σαρανταπόρου λόγω του μεγάλου αριθμού των μαθητών, λειτούργησε ως εξαθέσιο, ενώ από το 1970 έως το 1975 ως τετραθέσιο. Τη σχολική χρονιά 1973-74 λειτούργησε νυχτερινό τμήμα του για ενήλικες και αφορούσε τις ηλικίες που είχαν σταματήσει το σχολείο από το το 1940 μέχρι το 1950.
Άξεχαστες στο μυαλό όλων είναι οι περίπατοι και οι ημερήσιες εκδρομές, που γινόταν σε κοντινά στο χωριό σημεία, καθώς εκείνα τα χρόνια υπήρχαν ελάχιστα οχήματα για μετακίνηση εκτός χωριού.  Οι περίπατοι συνήθως γινόταν στο γήπεδο, στο ίσιωμα που υπήρχε στην είσοδο του χωριού στο σημείο που βρίσκεται η νέα αποθήκη του συναιτερισμού, στο «Αλωνάκι» και στο «Παλιοκκλήσι». Οι ημερήσιες εκδρομές γινόταν είτε στο ποτάμι στη θέση «Παλιόχανο», στης «Καλής το Μπγιάδι» (πηγάδι) ή στη Βρωμόβρυση, σε σημεία δηλαδή που υπήρχαν πηγές με νερό και δέντρα. 

ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ 
ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΕΩΣ ΤΟ 1975

1910 – 1911    Δήμου Γεώργιος (Γλύκοβο)
1911 – 1912    Παπακυριακού Θεόδωρος (Μητσιούνι)
1912 – 1913       ......................................
1913 – 1914    Γαστραμπάς Γεώργιος (Γλύκοβο)
1914 – 1915       .......................................
1915 – 1916    Ιατρού Αστέριος
1916 - 1928        ......................................
1928 – 1935    Παντελόπουλος Βασίλειος
1935 – 1940    Χατζάκος Ιωάννης & Μπασδέκη Ζωή??
1940 – 1946        …………………….....
1947 – 1950    Τσιάμης (Μήτσιου) Γεώργιος
1950 – 1975   
Παπανικολάου Αστέριος, Βαϊόπουλος Βασίλειος, Κωσταρίγκας Ηλίας, Γκανά Αρτεμισία, Πρωτοπαππάς Στέλιος, Μάντζιαρη Ευγενία, Κυριακόπουλος Γεώργιος, Κοτρώτσου  Ευθυμία, Παπαχατζόπουλος  ……., Ζιώγας Δημήτριος, Κατσαβός Κώστας, Μουρατίδης Χαράλαμπος, Χλουβελάκης Νικόλαος, Βαλδούμας  Ιωάννης, Μηνάς Γεώργιος, Μπουρουτζήκα Δέσποινα, Πουρνάρας Κώστας, Μαστροδήμου Λίτσα (Νηπιαγωγός), Μπροντζάκη Μαίρη, Ζυγανιτίδης Θεόδωρος, Παπασάνδα Βίκη (νηπιαγωγός), Μάττη Αθηνά (Νηπιαγωγός), Δαλεράκη Μαρία (Νηπιαγωγός), Τζήμας Ανδρέας, Βάσου Θέκλα (Νηπιαγωγός), Κλεισιάρη Θεοδώρα, Σφήκας Δημήτριος, Μηλιώνης Θεόδωρος, Μπότσαρης Παντελής

Το παλιό Νηπιαγωγείο Σαρανταπόρου


 
Το βιβλίο Λειτουργίας Συσσιτίου και Αποθήκης Τροφίμων 
    του σχολικού έτους 1955-56
 

Διανομή συσσιτίου στο Δημοτικό Σχολείο Σαρανταπόρου το 1965. 
Διακρίνονται οι δάσκαλοι Βαλδούμας Ιωάννης, Τζήμας Ανδρέας, 
η νηπιαγωγός Βάσου Θέκλα  και ο συσσιτιάρχης Μήτσιου Κωνσταντίνος


 

Δεκαετία 1950: Εκδρομή των σχολείων Σαρανταπόρου και Τσαπουρνιάς στο Μοναστήρι Σαρανταπόρου. Στο μέσον της φωτογραφίας ο ιερέας της Τσαπουρνιάς παππά-Θωμάς, αριστερά του ο δάσκαλος Χρήστος Κολώνας, μπροστά τους η Σταματία Κωσταρίγκα, δίπλα της η Σουλτάνα, αδερφή της δασκάλας Αρτεμισίας Γκανά που είναι καθιστή με το παιδί στην αγκαλιά.



1960. 
Δάσκαλοι του Δημοτικού Σχολείου Σαρανταπόρου μαζί με μαθήτριες σε σχολική γιορτή. 
Από αριστερά: Λαγοθανάση-Γκουτζουρέλα Αικατερλινη, Τζιουμακλή-Γκατζάρα Λίτσα, Πρωτόπαππας Στέλιος (δάσκαλος), Πάσχου-Παρίση Αργυρώ, Κυριακόπουλος Γεώργιος (δάσκαλος), Γκουτζουρέλα-Ζυγανιτίδου Φανή, Γκουτζουρέλα Λίτσα, Μάντζιαρη Ευγενία (δασκάλα), Βαίτση-Ντίγκα Τούλα, Πάχου-Γκουντρουμπή Τασία
Καθιστές, μπροστά στο δάσκαλο Ουλούμη Δήμητρα και πιο δίπλα Ράπτη-Γκουτζουρέλα Κατερίνα

Δεκαετία 1950: 
Επάνω: Μαθήτριες σε σχολική εκδρομή. Από Αριστερά καθιστές: Γκουτζουρέλα Κατερίνα, Ντιντιούμη Λίτσα, Ζιάκα Μαρία, Σουρλή Βάγια, Τζιουμακλή Ελένη, πίσω της η Γκουντρουμπή Ασημίνα, ??, ??, Κλεισιάρη Λίτσα, Ντάλλα Λίτσα (αδερφή Σωτήρη Ντάλλα), Ράπτη Κερασίνα
Όρθιες: Γκαλίτσιου Λίνα, Μακρή Αικατερίνη, Ντάλλα Θεοδώρα, πίσω της η Ράπτη Κωνσταντίνα, Κατσιαούνη Δήμητρα, πίσω της ??, Κλεισιάρη Χρυσούλα, Γκουτζουρέλα Κούλα, πίσω της Ράπτη Κρυστάλλω, Γκουτζιαφώτη Ιωάννα, Κατσικαβέλα Αγλαϊα, Γκουντρουμπή Ξανθή, πίσω της Γκουτζουρέλα Μαρία, Ντάλλα Βάγια, Γκουτζουρέλα Κρυστάλω

Κάτω: Μαθητές και μαθήτριες μαζί με τις Κωσταρίγκα Σταματία & Βαβίτσα Βασιλική σε αναμνηστική φωτογραφία στα σκαλιά του σχολείου




Δεκαετία 1960. Δραστηριότητες στο χώρο του γηπέδου 
και στο προαύλιο του σχολείου όπου σήμερα βρίσκεται το Πνευματικό Κέντρο Σαρανταπόρου


Δεκαετία 1960. Από αριστερά: Οι δάσκαλοι Ζυγανιτίδης Θεόδωρος, Βαλδούμας Ιωάννης, Μάττη Αθηνά (Νηπιαγωγός), Μπροτζάκη Μαίρη, Μηνάς Γεώργιος και Τζήμας Ανδρέας, μαζί με μαθητές σε εκδήλωση του σχολείου.


Δεκαετία 1960. Η δασκάλα Μαρία Δαλιαράκη με τους μικρούς μαθητές της.



1970. Ο δάσκαλος Τζήμας Ανδρέας με τους μαθητές του.


Βιβλίο Α και Β τάξης 
και εβδομαδιαίο πρόγραμμα μαθημάτων του σχολικού έτους 1972-73





Ο δάσκαλος Σφήκας Δημήτριος με τους μαθητές του 
τα σχολικά έτη 1972-73 και 1974-75





Απολυτήριο του Νυχτερινού τμήματος του Δημοτικού Σχολείου Σαρανταπόρου, 
της σχολικής χρονιά 1973-74, σε μαθητή που γεννήθηκε το 1933


[1] Βασίλης Πλάτανος, Σελίδες από την Επαρχία Ελασσόνας και της περιοχής της (Συλλογή ειδήσεων 1811-1912), σελίδες 71 & 73

[2] ΗΩΣ, Μηνιαία εικονογραφημένη επιθεώρηση, Αθήνα, Περίοδος Τρίτη, Έτος 9ο, Αριθ. 92-97, Αχιλλέας Γ. Λαζάρου, «Η παιδεία της περιφέρειας Ελασσόνας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας», σελίδες 289 – 302.

[3] Θεσσαλικό Ημερολόγιο, Τόμος 35ος, Στάθης Ανδρώνης «Η κατάσταση της εκπαίδευσης στην περιοχή της Ελασσόνας 1914 – 1940», σελίδα 13 & 44.

[4] Γενικά Αρχεία του Κράτους, Λάρισα. Έρευνα Γιάννης Ντάλλας.

[5] Η Φωνή της Ελασσόνος, Φύλλο 49, 5 Μαρτίου 1962

[6] Γρηγόριος Βέλκος «Καλλίνικος Λαμπρινίδης Επίσκοπος Ελασσώνος 1924-1955»  σελ. 115

[7] Θεόδωρος Καρυπίδης, «Εαμική Εθνική Αντίσταση - Δεκέμβρης 1944  - Εμφύλιος Πόλεμος, Δάσκαλοι της επαρχίας Ελασσόνας στο ΕΑΜ, σελ. 91.


Υ.Γ.
Στο κείμενο λείπουν ονόματα και ενδεχομένως και άλλα στοιχεία που αφορούν το σχολείο, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να τα διασταυρώσω. Παρακαλώ αν κάποιος θέλει να βοηθήσει ώστε να συμπληρωθούν στοιχεία να επικοινωνήσει μαζί μου.
                                                                                            ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΤΑΛΛΑΣ

..................................
*** Έρευνα και παρουσίαση θέματος
        Γιάννης Α. Ντάλλας