ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ 
(ΜΕΡΟΣ Δ)

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1946 - 1949

Ο κύκλος του θανάτου και των θυμάτων της κατοχής δεν σταμάτησε. Ο εμφύλιος που θα ακολουθήσει θα αφήσει τις πληγές ανοιχτές και θα προσθέσει ακόμα δώδεκα νεκρούς στον κατάλογο των θυμάτων. Έξι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, δύο στρατιώτες του Κυβερνητικού Στρατού, τρεις πολίτες και ένα μέλος της Μονάδας Ασφαλείας Υπαίθρου, θα κλείσουν τον θλιβερό κατάλογο. 
Μετά την απελευθέρωση της χώρας τον Οκτώβριο του 1944 υπάρχουν έντονες πολιτικές διεργασίες μεταξύ του προπολεμικού πολιτικού κατεστημένου και της κυρίαρχης πολιτικής δύναμης κατά τη διάρκεια της κατοχής, του ΕΑΜ. Την κύρια ευθύνη της «αναταραχής» που επικρατεί την φέρει η Αγγλία. η οποία έχει καίρια ανάμειξη στην εσωτερική πολιτική σκηνή με εμφανή τοποθέτηση εναντίον του ΕΑΜ, και υπέρ της επανόδου του βασιλιά και όσων τον στηρίζουν. Θλιβερή κατάληξη αυτής της κατάστασης θα είναι η μάχες της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 44 και η Συνθήκη της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945. Το πολιτικό σύστημα που κυριάρχησε, εξάγνισαν ως η «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» τους δοσίλογους της κατοχής, τα τάγματα ασφαλείας, τους χίτες και κάθε λογής στοιχείο που εξέφραζε εθνικοφροσύνη, βασανίζοντας, εκτοπίζοντας και διώκοντας όχι μόνο τους  πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά καθημερινά εξευτέλιζε ακόμα και τους πολίτες που με κάποιο τρόπο συμμετείχαν ή είχαν συγγενείς στην Εθνική Αντίσταση. Οι παρακρατικές οργανώσεις δρούσαν χωρίς κανέναν έλεγχο στις πόλεις και στην ύπαιθρο, όπου ακόμα ίσχυε ο στρατιωτικός νόμος και συνεχίστηκε η δίωξη εναντίον πρώην μελών τους Αντίστασης και των οικογενειών τους χωρίς φραγμούς. Η περίοδος αυτή έμεινε στην ιστορία γνωστή ως «λευκή τρομοκρατία». Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης το ξέσπασμα του εμφυλίου τον Απρίλιο του 1946, όπου γράφτηκαν μόνο μαύρες σελίδες και σημάδεψαν τον λαό μας.
Οικογένειες χωρίστηκαν και ξεκληρίστηκαν, παιδιά έμειναν ορφανά, μεγαλύτερες πληγές άνοιξαν και παραμένουν ανοιχτές μέχρι σήμερα...
Ακολουθούν δυο αυθεντικές μαρτυρίες, μια γραπτή και μια σε βίντεο, οι οποίες περιγράφουν το δράμα του εμφυλίου...

Μια μαρτυρία για τον εμφύλιο[1]

Απόσπασμα από μια προφορική μαρτυρία της Σαρανταπορίτισας Μαρίας Πάσχου–Χατζή (έτος γέννησης 1910), για τα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, που κατέγραψε η συγγραφέας Βασιλική Παπαγιάννη από τη Λάρισα, το καλοκαίρι του 1991.

«..Γύριζε ο άντρας μου στα χωριά γύρω και μιλούσε, τότε με τους γερμανούς. Είχε γερό πόστο ο άντρας μου, δεν άφηνε να γίνει κακό από τους αντάρτες στο χωριό. Μιλούσε όπως αυτοί που είχαν βγάλει το σχολείο. Η Μηλέα –παλιά Βούρμπα- ήταν το χωριό της μάνας του κι εκεί είχαν δάσκαλο έναν κομμουνιστή, τον Νίκο τον Πλουμπίδη και τον έμπασαν οι συγγενείς του στο φρόνημα του Πλουμπίδη…» «….Έφυγαν οι Γερμανοί φάνηκαν τα Μ.Α.Υ., ήρθαν στρατός. Τότε μέναμε σε ξένο σπίτι γιατί οι γερμανοί τα είχαν καμένα τα πιο πολλά σπίτια. Ερχόταν ο άντρας μου ο Λάμπρος απ έξω και μια βραδιά τον είδε ο ξάδερφος του ο Τ.. Το πρωί ήρθαν τον ζήτησαν τον άντρα μου ο στρατός. Δεν ήρθε, είπα εγώ. Δεν ήξερα ότι θα μαρτυρούσαν τα πρώτα του ξαδέρφια ο Τ. και ο Γ. που είχα μέσα στο σπίτι, που έμπαιναν και έβγαιναν…» 
« …Ο πρόεδρος του χωριού ο Θ. Γ. έρχεται στο σπίτι, βρίσκει τον άντρα μου και του λέει: Λάμπρο γιατί έκατσες εδώ; Θα κάτσω να παρουσιαστώ, δεν μπορώ να φύγω, έχω οικογένεια μεγάλη, λέει ο άντρας μου. Ο άντρας μου ήθελε να παραδοθεί στο στρατό. Αυτός ο χωριανός μας ο πρόεδρος είχε άλλα σχέδια. Θα φύγεις, του λέει. Ο άντρας μου είχε τα παπούτσια του βγαλμένα, καθόταν να πάει ο στρατός που ήταν στην εκκλησία για να τον πιάσουν. Όχι θα φύγεις, του λέει ο πρόεδρος που τα είχε καλά με τον στρατό…» 
« ..και του παίρνει τα παπούτσια και τον έβγαλε έξω από το χωριό. Περίμενε ώσπου να φύγει ο άντρας μου, γύρισε πίσω και πήγε στο στρατό και τους λέει: Ο Λάμπρος ο Χατζής έφυγε για το αντάρτικο. Κι έρχονται φαντάροι και κάνουν έρευνα στο σπίτι. Αν πιάσουμε το γιό σου, λένε στην πεθερά μου, θα αρμαθιάσουμε τα άντερά του στο φράχτη. Μπορούσαν να τον πιάσουν αν ήθελαν, αλλά η προπαγάνδα ήθελε αλλιώς να γίνουν τα πράγματα. Πως τάχα αυτός ο πρόεδρος θα φύλαγε το χωριό από το στρατό κι ο άντρας μου θα το φύλαγε από τους αντάρτες, που έβγαιναν πάλι στα βουνά πολλοί, σαν τον δικό μου τον άντρα. Και τι φύλαγμα ήταν αυτό; να διώξει τον άντρα μου να σκοτώσει εμένα. Στο χωριό δεν είχε γίνει κανένα κακό από τους αντάρτες…»

«…Ο Χρήστος ο μεγαλύτερος απ τα παιδιά μου πήγε τσομπάνος, μας έφερνε και τρώγαμε. Βοσκούσε τα πρόβατα μαζί με τον μπάρμπα μου τον Πάσχο Γιάννη και πάει εκεί ένας απ τους Μάυδες και λέει: Μπάρμπα Γιάννη θέλω να μου δώσεις ένα σφαχτό. Ο μπάρμπας μου αυτός είχε γιό αντάρτη, ο δικός μου ο Χρήστος είχε τον πατέρα του αντάρτη. Να σου δώσουμε, του λέει ο μπάρμπας μου. Αλλά άμα την ψήσετε τη γίδα και τη φάτε, αύριο βράδυ που θα βγω στο χωριό, θέλω να μου φέρετε τη πλάτη χωρίς κρέας. Την πήρε την άλλη μέρα την πλάτη ο Πασχογιάννης, την κοιτάει και λέει: Θα μας πάρουν έναν άνθρωπο και θα τον τιμωρήσουν, θα τον βαρέσουν…»

«…Ήταν τάγμα εδώ. Τάγμα θανάτου το έλεγαν, του Γρίβα. Μια μέρα είχαν σκοτώσει τρείς, δούλευαν για τους αντάρτες αυτοί οι τρείς. Τους βρήκαν με χαρτιά και τους σκότωσαν, όχι ο στρατός, άλλοι. Ήμασταν στα χωράφια δουλεύαμε πολλές γυναίκες. Ακούσαμε τα όπλα, φοβηθήκαμε. Πήραμε τον ανήφορο για το βουνό. Λέμε η μια την άλλη: Που έπεσαν τα όπλα; Ποιοι σκοτώνουν; Α, δε θα μείνει κανένας όλους θα μας σκοτώσουν, λέω εγώ. Και αυτά τα λόγια μου φτάνουν στα αυτιά τους. Γυναίκα από την παρέα το είπε στον άντρα της και μαθεύτηκε. Δεν ήμουν στο σπίτι όταν ήρθαν να με πιάσουν. Ήταν τρείς φαντάροι, έψαχναν να με βρουν. Ήμουν μακριά στον κήπο και πότιζα. Μαζί με μένα έπιασαν κι άλλες γυναίκες που τις έβαλαν στα αυτοκίνητα και μας πήγαν στη Λάρισα στο στρατόπεδο. Η κουνιάδα μου η Βάγια (Χατζή-Πάσχου) κάθισε οχτώ μέρες και γύρισε. Μια άλλη ύστερα από κάμποσο καιρό πέθανε. Αρρώστησε μέσα στο στρατόπεδο. Την είχαν μέσα στις βρύσες και στα νερά, ήταν Φθινόπωρο. Ήταν μικρή δεν πρόλαβε να κάνει παιδιά. Έφυγε ο άντρας της στα βουνά, ήρθαν την πήραν στο χωριό και πέθανε. Ήταν είκοσι χρονών. Ο άντρας της σκοτώθηκε…»

«…Με πήραν στο τάγμα γιατί ήθελαν τον άντρα μου που ήταν στα βουνά. Να δώσεις μια ανάκριση, είπαν, ήθελαν να τους δώσω λίρες εγώ. Πως είχε φέρει ο άντρας μου λίρες και τις άφησε εδώ. Εγώ τους έλεγα, δεν είδα λίρες. Ήταν τρεις, τέσσερις αυτοί. Πρώτα μ έκοψαν τα μαλλιά με μαχαίρι, ύστερα μ έβαλαν στο ξύλο και με βάρεσαν. Με χτυπούσαν δύο τρεις και μου έλεγαν, ξεζαλίστηκες τώρα, δε θυμήθηκες τίποτα να πεις;…»

« …Με χτυπούσαν δυο, τρεις φορές την ημέρα. Με χτύπησαν και με το όπλο ύστερα στο κεφάλι κι όταν έσπασε το όπλο στο κεφάλι, είπαν: Έσπασε το όπλο, αυτό το ιερό πράγμα από σένα την κομμούνα; Και με χτυπούσαν πιο πολύ μετά κι έλεγαν, γιατί είπες δε θα απομείνει κανένας; Κλαίω που τα συλλογιέμαι…»

«…Από κει ύστερα μ έδεσαν τα χέρια πίσω με χειροπέδες, δυο μέρες και δυο νύχτες. Δεν έκλαιγα, στεγνή η ψυχή.. Ήταν κλεισμένοι στο κρατητήριο δυο χωριανοί μου, ο Κ. Κ. και ο Δ. Ν. Έφεραν οι δικοί τους φαγητό από το χωριό και με πήραν και με τάισαν..»

«..από το κρατητήριο, μαζί με έναν ακόμα, με πήραν δυο φαντάροι και με πάνε σε ένα ρέμα. Με δεμένα τα χέρια με έβαλαν ψηλά στο ρέμα και έστησαν το πυροβόλο. Λέει ο ένας, θα σε σκοτώσουμε. Σκοτώστε με, λέω. Έχεις έξι παιδιά, τα άφησε ο Βούλγαρος αυτός, πρέπει να τα αφήσεις κι εσύ; Πρέπει να σε σκοτώσουμε; Πρέπει να τα αφήσω, αφού δεν έχω άλλο να σας δώσω, έτσι είπα. Ούτε φοβόμουν, ούτε έτρεμα, το χα πάρει απόφαση να σκοτωθώ. Έστησαν το πυροβόλο. Γαλάζιες, κόκκινες σφαίρες περνούσαν από δω από δίπλα μου. Εγώ καρτερούσα να με σκοτώσουν, έκανα μέσα μου τον σταυρό μου και περίμενα. Θα σε σκοτώσουμε και θα σε ρίξουμε στο ρέμα να σε φάνε οι λύκοι και δε θα σε δει κανένας, μου λένε. Δεν έχω κανέναν να με δει, τα παιδιά μου είναι μικρά. Γιατί δε λες τι έχεις; Δώσε άμα έχεις. Οι ανώτεροι δηλαδή ήθελαν λίρες. Μια ψυχή έχω να τους δώσω. Κι άμα θέλουν να με σκοτώσουν να με πάρουν να με πάνε στο χωριό στην πλατεία, να με δούνε στο χωριό πως θα με σκοτώσουν. Με παίρνουν και με κλείνουν πάλι στο κρατητήριο. Με βάζουν ανάσκελα και με πλάκωσαν με  πέτρες στο στήθος και στη κοιλιά. Άμα σε ξεπλακώσουμε θα σε σκοτώσουμε μου έλεγαν και πηδούσαν πάνω στις πέτρες και με έκαιγαν στο πρόσωπο με τσιγάρο. Δεν έκλαιγα, δε φώναζα, είχα βάλει σίδερο στην καρδιά μου…»

«…Εκεί που ήμουν στο τάγμα, είχε φαντάρο το γαμπρό του ο χωριανός μου ο Α. Π. Έφερε ένα λαγό στον ταξίαρχο και ρώτησε να μάθει τι γίνεται με αυτή τη γυναίκα. Ο ταξίαρχος του είπε ότι μπορεί να τη σκοτώσουμε ή να τη στείλουμε εξορία. Έχει έξι παιδιά του λέει, δε θα τη στείλετε εξορία…»

«…Με απόλυσαν και ήρθα στο χωριό. Οι δυο μου συννυφάδες είχαν πάρει τα παιδιά μου. Δεν καταλάβαινα πόνο, είχε μουδιάσει το σώμα μου όλο. Ο πατέρας μου έκοψε ένα πρόβατο και το έγδαρε. Πήρε ύστερα το τομάρι το άλειψε με λάδι, έβαλε και θυμίαμα και μου τύλιξε όλο το κορμί, που είχε γίνει γαλάζιο. Κάθισα εικοσιτέσσερις ώρες με το τομάρι. Βρώμισε,  ήρθε ένας άλλος και το τράβηξε και μ έριξε βεντούζες αφού πρώτα χάραξε με ξυράφι το δέρμα.. έβγαλε μια λεκάνη αίμα..

…δεν τον έχω τον άντρα μου, σκοτώθηκε. Ρωτήσαμε, φτιάξαμε χαρτιά τρεις φορές, μας γύρισαν πίσω».

..................................

Το παρακάτω βίντεο είναι απόσπασμα από την αφήγηση της Βάγιας Χατζή-Πάσχου για τα δικά της δεινά την περίοδο του εμφυλίου...

 




ΝΕΚΡΟΙ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Αυτοί οι νεκροί δεν φίλιωσαν ποτέ..

Στρατιώτες του Κυβερνητικού Στρατού Ελλάδος.

ΡΑΠΤΗΣ Χρήστος του Γεωργίου (σκοτώθηκε στο Νεστόριο)




ΧΑΤΖΗΣ Θωμάς του Τριαντάφυλλου 
(σκοτώθηκε στο Μέτσοβο)




Μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος.




ΓΚΟΥΤΖΟΥΡΕΛΑΣ Κωνσταντίνος του Δημητρίου 
(σκοτώθηκε στις Σέρρες)




ΓΚΟΥΤΖΟΥΡΕΛΑΣ Ελευθέριος του Δημητρίου (σκοτώθηκε στην Αγιά)

ΚΛΕΙΣΙΑΡΗΣ Αθανάσιος του Φωτίου   (δεν υπάρχουν πληροφορίες)

ΝΤΑΛΛΑΣ Αθανάσιος του Νικολάου (σκοτώθηκε στη Μηλιά Γρεβενών)

ΣΙΔΕΡΗΣ Ευθύμιος του Γεωργίου (σκοτώθηκε στον Κόζιακα)




ΧΑΤΖΗΣ Λάμπρος του Αθανασίου 
(σκοτώθηκε στον Κόζιακα)




Κάτοικοι του χωριού

ΓΚΟΥΝΤΡΟΥΜΠΗ Μαρία του Βασιλείου 
(πέθανε 3 μήνες μετά την αποφυλάκιση της)

ΛΑΒΑΝΤΣΙΩΤΗΣ Ιωάννης



ΣΙΔΕΡΗΣ Ιωάννης του Κωνσταντίνου  (Μ.Α.Υ.) 

(σκοτώθηκε από νάρκη)




ΤΣΙΛΑΣ Ιωάννης του Βασιλείου (σκοτώθηκε στη θέση «Στενοχώραφο)

 

ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το παρακάτω ποίημα γράφτηκε το 1995 από τον αντιστασιακό Δημήτριο Ράπτη, δάσκαλο από την Κοκκινόγη Ελασσόνας. Αποτελείται από είκοσι εννιά (29) στροφές, των τεσσάρων στίχων. Είναι συγκλονιστικό, γιατί περιέχει όλα τα ονόματα όσων χάθηκαν στη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου και κατάγονται από το Σαραντάπορο.

Ευχαριστώ πολύ τον Νίκο Γκουντρουμπή που μου το παρέδωσε (Γιάννης Ντάλλας).

 

ΣΤΟΥΣ  ΕΚΤΕΛΕΣΘΕΝΤΕΣ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ

Είναι το Σαραντάπορο χωριό με ιστορία
δεν το νομίζω πως κανείς έχει αμφιβολία 
στους τρεις πολέμους έδωσε αίμα πάρα πολύ 
σαράντα δύο άτομα χάσανε τη ζωή.

Τα πέντε επέσανε ψηλά στην Αλβανία 
που το καθένα έγραψε δικιά του ιστορία 
γενναία επολέμησαν και με ηρωισμό 
τους Ιταλούς θρασύδειλους τον ξένο φασισμό.

Ντιντιούμης ο Νικόλαος παιδί του Βασιλείου 
ο Παπανάτσιος Δημητρός ο γιος του Αστερίου 
Γκατζάρας Κωνσταντής, Χρήστος ο Κλεισιάρης , με Χρήστο τον Βαμπούλη 
ήτανε που σκοτώθηκαν, παλικαρίσια ούλοι.

Μια μέρα χειμωνιάτικη, στις δεκαεννιά Γενάρη 
και το σαράντα τέσσερα, ψυχές έχουνε πάρει 
οι Γερμανοί κατακτητές, οι Βάρβαροι, οι Ούνοι 
μαζί τους ήταν κ’ Έλληνες, χαφιέδες και σπιούνοι.

Παγάνα βγήκαν στα χωριά, εκδίκηση ζητάνε 
κι όποιους στο δρόμο συναντούν, αλύπητα χτυπάνε 
μ’ αυτόματα, μυδράλια κι οπλοπολυβόλα 
σκοτώνουν και ρημάζουνε, στάχτη τα κάνουν όλα.

Μπήκαν στο Σαραντάπορο κι άρχισαν να ρημάζουν 
βάζουν φωτιές, πλατσιολογούν, χρυσαφικά αρπάζουν 
αθώους πιάσαν χωρικούς, χωρίς καμιά αιτία 
και στο ``Μελίσσι`` σκότωσαν σε μια τοποθεσία .

Βαΐτσης ο Γεώργιος ήταν με τον Κλεισιάρη 
το Χρήστο που δεν έπρεπε ο χάρος να τους πάρει 
κι ο Ράπτης ο Δημήτριος με το Βαγγέλη Ντάλλα 
τον Γκουντρουμπή Νικόλαο και παλληκάρια άλλα.

Κλεισιάρης ο Γεώργιος, του Γιάννη το παιδί 
το Σεβδαλή Αντώνιο, Ντίγκα τον Παναγή 
κι ο Κλεισιάρης Δημητρός, μ’ αυτούς ήταν μαζί 
τη μέρα που τους σκότωσαν οι άτιμοι Ναζί.

Δεν είναι τούτοι μοναχά, που σκότωσαν οι Ούνοι 
σποραδικά σκοτώσανε στις εικοσιέξι Ιούνη 
το Καλοκαίρι ήτανε και το σαράντα τρία 
σε μία τους επιδρομή άτομα δεκατρία.

Βαΐτσης Φώτης ήτανε κι ο Κώστας ο Σαμπρής 
Παλάσκας ο Γεώργιος κι ο Κώστας Γκουντρουμπής 
ο Μέγγος ο Δημήτριος με Σεβδαλή Νικόλα 
μ’ αυτόματα τους θέρισαν κι οπλοπολυβόλα.

Την ίδια μέρα βάρεσαν, τον Γκουντρουμπή το Μάκη 
όμορφο κι ελεύθερο, αμούστακο παιδάκι 
και μες το σπίτι κάψανε το Γιώργο τον Κλεισιάρη 
καθόλου δε σεβάστηκαν τον υπερογδοντάρη.

Ο Αριστείδης βρίσκονταν με την Αθανασία 
του Ντίγκα Φώτη τα παιδιά, σε μια τοποθεσία 
και τα σπαρτά τους θέριζαν, μαζεύαν τα σιτάρια 
οι Γερμανοί τα σκότωσαν τα δυο τα παλληκάρια.

Ίχνος δεν είχαν ανθρωπιάς μα ούτε λυποσύνη 
την ίδια μέρα σκότωσαν την Τσίλα Κατερίνα 
τη Δέσποινα του Γκουντρουμπή, Θανάσω Μακρυγιάννη 
όλες γυναίκες ήτανε κακό δεν είχαν κάνει.

Τον Γκουτζουρέλα Κωνσταντή χτυπήσαν το Φλεβάρη 
παιδάκι έντεκα χρονών χνούδινο παλικάρι 
και το Δεκέμβρη βάρεσαν τον Αριστείδη Ντάλλα 
παιδί γενναίο, όμορφο και δυνατό σαν τ’ άλλα.

Κι άλλα παιδιά σκοτώθηκαν στης κατοχής τα χρόνια 
όχι από αυτόματα, ούτε από κανόνια 
κάπου τυχαία βρήκανε, άσκαγο ένα βλήμα 
και της ζωής, τα έκοψε, για πάντοτε, το νήμα.

Ήτανε το σαράντα δυο, Ιούνης, καλοκαίρι 
τα πρόβατα εβάλανε στο στάλο μεσημέρι 
και κείνα εκαθίσανε στον ίσκιο από κάτου 
μα μες το βλήμα ήτανε ο χάρος του θανάτου.

Σκαλίζοντας – σκαλίζοντας, πήρε φωτιά το βλήμα 
και τα παιδιά τα έστειλε παντοτινά στο μνήμα 
το δέντρο εποτίστηκε, καθώς και τα χορτάρια 
απ το αίμα που εχύθηκε από τα παλικάρια.
 
Χρήστος Γκαλίτσιος ήτανε, Σταυρούλα του Χατζή 
που ξαπλωμένοι ήτανε κατάχαμα στη γη 
κι ο Ντάλλας ο Δημήτριος με την Καραποστόλη 
κυπαρισσένια σώματα και νέοι ήταν όλοι

Αξίζουν έπαινοι πολλοί αξίζουνε βραβεία 
σ’ αυτούς που πρωτοστάτησαν, πήραν πρωτοβουλία 
και στήσανε για τους θνητούς τούτον εδώ το θρόνο 
να γίνετε μνημόσυνο, μία φορά το χρόνο.

Θαρρώ είναι παράλογο, είναι κι αδικία 
αφού εδικαιώθηκαν, από την πολιτεία 
να μην περιλαμβάνονται και κείνοι που χαθήκαν 
στα χρόνια του εμφύλιου, κι αδικοσκοτωθήκαν.

Πολλά είχαν συμφέροντα τον επιβάλαν άλλοι 
μας φτάσανε σπαραγμό και στο κακό το χάλι 
αδέρφια να σκοτώνονται, φίλοι και συγγενείς 
όμως για το συνάνθρωπο, δε νοιάζονταν κανείς.

Ο Γκουτζουρέλας Κωνσταντής, μαζί με το Λευτέρη 
ποτίσαν με το αίμα τους, δέντρα, χόρτα και φτέρη 
αδέρφια ήταν και τα δυο, ελεύθερα παιδιά 
ένας στις Σέρρες έπεσε, ο άλλος στην Αγιά.

Στον Κόζιακα σκοτώθηκε ο Θύμιος του Σιδέρη 
το σώμα του που θάφτηκε, κανένας δεν το ξέρει 
κι από νάρκη στο χωριό, έχασε τη ζωή του 
Σιδέρης Γιάννης του Κωστή, τον θάψαν οι δικοί του.

Κλεισιάρης Αθανάσιος, με Ντάλλα το Θανάση 
στα χρόνια του εμφύλιου, τα νιάτα έχουν χάσει 
Λεβέντες ήταν και οι δυο, ήτανε παλικάρια 
τα κόκκαλα αφήσανε, σε βράχια και τσουγγάρια.

Ο Ράπτης στο Νεστόριο άφησε το κουφάρι 
κι ο Χατζής στο Μέτσοβο, γενναίο παλικάρι 
ο Τσίλας Γιάννης πούτανε παιδί του Βασιλείου 
στα χρόνια, εσκοτώθηκε κι αυτός του εμφυλίου.

Στον Κόζιακα σκοτώθηκε, σε μάχη φονική 
ο άξιος και ψύχραιμος, ο Λάμπρος του Χατζή 
που ήταν λεβεντάνθρωπος, είχε χρυσή καρδιά 
γυναίκα πίσω άφησε, κι ορφανά παιδιά.

Παράκληση ας κάνουμε στον Πάνσοφο Πατέρα 
που μας φυλάει όλους μας και νύχτα και ημέρα 
μυαλό να βάλει, σύνεση και γνώση στους μεγάλους 
να μη δημιουργήσουνε, πολέμους τέτοιους άλλους.

Αδέρφια μας ξυπνήσετε, λίγο για σηκωθείτε 
τους συγγενείς και φίλους σας, τ’ αδέρφια σας να δείτε 
στεφάνια σας εφέρανε, με δάφνες και με ία 
γιατί θυσιαστήκατε, για την Ελευθερία.

Για μας δεν επεθάνατε, μες τις ψυχές μας ζήτε 
και στους αγώνες πάντοτε εσείς μας οδηγείτε 
το όνομα του καθενός, αξέχαστο θα μείνει 
και πάντα θα φωνάζουμε ΑΙΩΝΙΑ ΣΑΣ Η ΜΝΗΜΗ.

 

Ελασσόνα στις 18/1/1995 
Ράπτης Δημήτριος 
Συνταξιούχος – Δάσκαλος


 ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Το αφιέρωμα με τίτλο "Το Σαραντάπορο στους πολέμους",  θα κλείσει στην επόμενη ανάρτηση με τη δημοσίευση του καταλόγου των καταστροφών και των θυμάτων που προκάλεσαν οι φασίστες και οι συνεργάτες τους στα χωριά της επαρχίας Ελασσόνας.

 

[1] Βασιλική Παπαγιάννη, «Κραυγές της Μνήμης», σελ. 39, Εκδόσεις Σόκολη, 2005

.......................................................
*** Έρευνα και παρουσίαση θέματος
        Γιάννης Α. Ντάλλας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου