ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο παλιός δρόμος, που διαπερνά τα Στενά του
Σαρανταπόρου, ακολουθεί την κοίτη του ποταμού σε μια χαράδρα πολύ στενή ανάμεσα
στο ύψωμα Κούκος και Βίγλα ή Σκοπιά (1139μ.). Ο δρόμος είναι
σφηνωμένος μέσα στα βουνά και διασταυρώνεται συνέχεια με το ποτάμι με συνέπεια
τους συνεχείς ελιγμούς. Γι’ αυτό το λόγο το ποτάμι ονομάστηκε Σαραντάπορος (σαράντα
πόροι, δηλαδή περάσματα).
Οι
κάτοικοι του Σαρανταπόρου είναι γεωργοί και κτηνοτρόφοι στην πλειοψηφία τους.
Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 2010 υπήρχαν μικρές οικογενειακές
επιχειρήσεις και επαγγελματίες στο χωριό, που επηρέαζαν τη ζωή της περιοχής και
προσέφεραν τις υπηρεσίες τους και εκτός χωριού. Δυστυχώς τα χρόνια που
ακολούθησαν πολλοί από αυτούς εγκατέλειψαν το επάγγελμα που έκαναν ή
στράφηκαν προς αναζήτηση εργασίας εκτός
χωριού σε μεγάλα αστικά κέντρα. Καθοδική πορεία ακολουθείτε και σε σχέση με τον
πληθυσμό, καθώς πλέον τα δεδομένα έχουν αλλάξει, οι νέοι δεν μένουν πια στο
χωριό και οι λίγοι που έχουν απομείνει προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό τον
τόπο.
Μέχρι
και την απογραφή του 2011 όπου απογράφηκαν 580 κάτοικοι, ο αριθμός των κατοίκων
ήταν σχετικά σταθερός, άνω των 750 κατοίκων, με αποκορύφωμα την απογραφή του
1961, όπου απογράφηκαν 1088 κάτοικοι.
Έως
το 2010 περίπου στο Σαραντάπορο λειτουργούσαν κατά καιρούς και ως επί το
πλείστον σε σταθερή βάση πολλά καταστήματα, καφενεία, παντοπωλεία, κρεοπωλεία,
περίπτερα, ξυλουργικά εργαστήρια και σιδηρουργεία, τυροκομεία και βιοτεχνίες
ρούχων, τα οποία θα αναφερθούν αναλυτικά στις επιμέρους ενότητες. Υπήρχαν
οικοδόμοι, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι και κάθε είδους επαγγελματίες για να
αντιμετωπιστούν οι καθημερινές ανάγκες.
Το
Δημοτικό Σχολείο του χωριού απαριθμούσε άνω των 150 μαθητών και οι μαθητές που
μετακινούνταν για το γυμνάσιο και Λύκειο της Ελασσόνας, όταν καθιερώθηκε η
μεταφορά τους με πούλμαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, προσέγγιζε τους εκατό.
Η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού, ο Αθλητικός
Όμιλος Σαρανταπόρου που ιδρύθηκε το 1975, έδινε τον ιδιαίτερο τόνο τα
Σαββατοκύριακα.
Το
θρησκευτικό και εκκλησιαστικό στοιχείο του χωριού, ο Επιμορφωτικός
Εκπολιτιστικός Σύλλογος που ιδρύθηκε το 1979 και ο Σύλλογος Απανταχού
Σαρανταποριτών που ιδρύθηκε το 1981, δίνουν μέχρι και σήμερα βροντερό παρών στα
δρώμενα του χωριού.
Άλλες
εποχές, νοσταλγικές ίσως μα και δύσκολες. Το πόνημα αυτό έχει ένα σκοπό: να
κρατήσει ζωντανές μνήμες. Οι χρόνοι δεν γυρίζουν πίσω. Ο κόσμος προχωράει και μαζί του κι όλοι
εμείς. Δεν πρέπει όμως να αφήσουμε πίσω να σκεπαστούν στη σκόνη και στη λήθη,
οι στιγμές που ζήσαμε, τα γεγονότα που συνέβησαν, τους ανθρώπους που με κάποιο
τρόπο συνέβαλαν στη διαμόρφωση καταστάσεων και εικόνων, μέσα στις οποίες όλοι
μας περπατήσαμε.
[1] Το ποτάμι έχει τις πηγές
του κοντά στο χωριό Λειβαδερό της Κοζάνης. Η παλιά του ονομασία ήταν Μόκρο και
από αυτό πήρε το όνομα το ποτάμι.

Δυστυχώς
για την βυζαντινή περίοδο δεν έχουμε πληροφορίες. Οι πολλές σλαβικές λέξεις που
υπάρχουν στο λεξιλόγιο της περιοχής δείχνει ευρεία εγκατάσταση σλαβικών ομάδων
κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο.
Στα
χρόνια της Τουρκοκρατίας συναντάται σε διάφορα έγγραφα με τα ονόματα Κλίκοβο,
Γκλίγκοβο, Γλύκοβο και Γλίκοβο.[1]
Το τοπωνύμιο Κλίκοβο κατά τον
ονοματολόγο Ι. Α. Θωμόπουλο, είναι υβρίδιο, δηλαδή δίγλωσσο. Αποτελείται
από το βυζαντινό πρώτο συνθετικό Απλίκι και τη σλάβικη κατάληξη –οβο (όπως
Κούρνοβο, Τύρναβο, Κεράσοβο κλπ). Οι βυζαντινοί, όπως και οι Ρωμαίοι, στους
μεγάλους εμπορικούς ή στους στρατιωτικούς δρόμους και στις κλεισούρες, ίδρυαν
στρατιωτικούς σταθμούς, φρουρές πάνω σε λόφους, με προσωρινή ή μόνιμη οχύρωση
και φρούρηση. Οι Ρωμαίοι αυτά τα έλεγαν Applicia και οι Βυζαντινοί Απλίκια. Το αρχικό όνομα του χωριού
ήταν Απλίκι-οβο=Απλίκοβο, δηλαδή χωριό κοντά σε Απλίκι. Ονομάστηκε έτσι από
σλάβους κτηνοτρόφους κυρίως, που έμεναν κοντά στο Απλίκι.. Το Απλίκοβο, με
πτώση του αρχικού (α) έγινε Πλίκοβο και μετά Κλίκοβο. Η τροπή του Π σε Κ, δεν
είναι ασυνήθιστο γλωσσικό φαινόμενο (παράβαλε: περιπλοκάδα-περικοκλάδα).[2]
Αρχικά
το χωριό βρισκόταν πάνω από τη σημερινή θέση του, όπου το τοπωνύμιο Παλιόχουρα,
δηλαδή από τον Άγιο Νικόλαο και την Αγία Παρασκευή έως τη βρύση του Μέγα. Η
μεταφορά του έγινε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, όταν το
χωριό χτυπήθηκε από την χολέρα. Αρκετοί κάτοικοί του, από αυτούς που γλύτωσαν
από τη χολέρα, σκόρπισαν στα γύρω χωριά. Τότε η οικογένεια του Μάντζιαρη,
απόγονου του Πούλιου, που ήταν ανιψιός του αρματολού Πάνου Ζήδρου, με πλαστούς,
κατά τους γέροντες του χωριού, τίτλους κυριότητας που συντάχθηκαν στην
Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και με τη βοήθεια του Τούρκου δικαστή της Ελασσόνας
Ομέρ Λουτφή Ογλού, που αναγνωρίστηκαν από το τουρκικό κράτος ως γνήσιοι, έγινε
ιδιοκτήτης 980 στρεμμάτων καλλιεργήσιμων γαιών. Παρά την αντίδραση των κατοίκων
του χωριού καθώς και των νέων, κτηνοτρόφων κυρίως, που εγκαταστάθηκαν μονίμως
εδώ μετά τη μεταφορά του οικισμού, δημιουργήθηκε το τσιφλίκι του Γλικόβου και
μάλιστα με τρεις ιδιοκτήτες: την οικογένεια του Μάντζιαρη, τον Ομέρ Λουτφή
Ογλού Εφέντη και την Μονή της Παναγίας του Γλικόβου. Οι 18 οικογένειες
(τέσσερις από τις οποίες κατάγονταν από τους παλιούς κατοίκους του χωριού), οι
οποίες αποδέχθηκαν τα τετελεσμένα του Μάντζαρη και του Ομέρ Λουτφή, διαιρέθηκαν
σε τρείς ομάδες των έξι οικογενειών και προσκολλήθηκαν στους τρείς
προαναφερόμενους ιδιοκτήτες, στα σπίτια που τους έκτισαν.[3]
Τελευταία
χάρη στον εκδότη του Θεσσαλικού ημερολογίου Κώστα Σπανό δημοσιεύτηκαν και
συνεχίζουν να δημοσιεύονται πολλά στοιχεία από τα οθωμανικά αρχεία που αφορούν
την επαρχία Ελασσόνας και τους οικισμούς της την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Πρόκειται για φορολογικές καταστάσεις της περιόδου της Τουρκοκρατίας που
μελετούν και δημοσιεύουν διάφοροι Τούρκοι ερευνητές. Ο Κ. Σπανός ήρθε σε επαφή
με αυτούς τους μελετητές και με συνεννόηση και προσωπικό κόστος κατάφερε να
έρθουν στα χέρια του αυτές οι εργασίες, να μεταφραστούν και μετά να
δημοσιευθούν στο Θεσσαλικό ημερολόγιο, σχολιασμένες από τον ίδιο ή άλλους
συνεργάτες του. Μέσα λοιπόν από τις σελίδες αυτές έχουμε αρκετά στοιχεία για
τον πληθυσμό των χωριών, για τα προϊόντα που καλλιεργούνταν, για το ύψος και το
είδος των φόρων που πλήρωναν οι κάτοικοι.
Θα εκθέσουμε τις πληροφορίες όχι με τη σειρά που δημοσιεύτηκαν στο
Θεσσαλικό Ημερολόγιο αλλά με την χρονολογική σειρά των φορολογικών αρχείων,
αρχίζοντας βέβαια από τις παλαιότερες.
Στον
τόμο 74 του Θεσσαλικού Ημερολογίου σελ
115-120, υπάρχουν αναλυτικά φορολογικά στοιχεία για την παραγωγή του
Σαρανταπόρου για το έτος 1506, το οποίο αναφέρεται με την ονομασία iglikova
και υπαγόταν στο χάσι του Μουσταφά πασά.
Κατοικούνταν από 105 πλήρεις οικογένειες, από 18 οικογένειες χηρών γυναικών και
από 5 άγαμους ενήλικες. Σύμφωνα με τον
σχολιαστή, υπολογίζοντας 5μελείς τις πλήρεις
οικογένειες και 4μελείς των γυναικών που ήταν χήρες, γύρω στα 600 άτομα ζούσαν στο Σαραντάπορο στις αρχές του 16
αιώνα. Οι χωρικοί ασχολούνταν με τη γεωργία και καλλιεργούσαν σιτηρά, βίκο,
φακές, λινάρι, καννάβι και αμπέλια. Στο χωριό υπήρχαν 1206 πρόβατα. Τον
Αύγουστο του 1506 ο τιμαριούχος είσπραξε από τους χωρικούς τα εξής ποσά.
Από
το σιτάρι 173 κοιλά Τρικάλων[4] Χ 10 =1730
άσπρα[5]
Από
το κριθάρι κ.α 65 κοιλά Χ 6= 390
Από
τη βρώμη 25 κοιλά Χ
4= 100
Από
το βίκο 30 κοιλά Χ
6 = 180
Από
τη σίκαλη 45 κοιλά Χ
6 = 280 άσπρα
Από
τη δεκάτη της φακής 10
Από
τη δεκάτη του λιναριού 60
Από
τη δεκάτη του κανναβιού 40
Από
το μούστο 68 medre[6] Χ
4= 272
Από
το φόρο των όρθιων βαρελιών 70
Από
το φόρο βοσκής 520
Από
το φόρο προβάτων 420
Από
το φόρο των χοίρων 50
Από
τη δεκάτη των κυψελών 20
Από
τη δεκάτη των οπωρικών 60
Από
το νερόμυλο με 4 πύλες 60
Από
τη σπέντζα[7] 2858
Σύνολο 7102 άσπρα
Στον 74ο τόμο επίσης
δημοσιεύτηκαν σύντομα φορολογικά
στοιχεία για 56 οικισμούς της περιοχής Ελασσόνας του έτους 1521 σύμφωνα
με το οθωμανικό απογραφικό κατάστιχο TD 101[8]. Στο
Γκλίκοβο (Iglikova)
ζούσαν 162 πλήρεις οικογένειες, 32 οικογένειες χήρων γυναικών και 35 ενήλικοι
άγαμοι, δηλαδή γύρω στα 970 άτομα, τα οποία απέδωσαν στον τιμαριούχο, ως
πρόσοδο, 6.912 άσπρα. Όπως διαπιστώνουμε σε 15 περίπου χρόνια ο πληθυσμός
αυξήθηκε σημαντικά
Στον τόμο 77 που καταγράφονται στοιχεία από την απογραφή του
1570, αναφέρονται τα εξής
Στον οικισμό ζούσαν 95 πλήρεις
οικογένειες, 28 οικογένειες χηρών γυναικών και 53 ενήλικοι άνδρες δηλαδή γύρω
στα 640 άτομα που απέδωσαν στον
τιμαριούχο τους ως πρόσοδο, 35693 άσπρα
Παρατηρούμε ότι μετά από 50 χρόνια ο
πληθυσμός μειώθηκε κατά το 1\3 . Αντίθετα η φορολογία από 6912 άσπρα ανέβηκε
στα 35693, πενταπλασιάστηκε δηλ.
Στο
υπ αρ. 100 χειρόγραφο της μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος των Μετεώρων[9]
(Μεγάλο Μετέωρο), από ταξίδι ζητείας[10]
μοναχών της προαναφερθείσας μονής ( μέσα 18ου αιώνα) για το
Σαραντάπορο (Γλύκοβος) αναφέρονται τα εξής που τα αντιγράφομε
|
|
|
Γλύκοβος |
|
άσπρα[11] |
|
1 |
Βλάχος
Δήμος |
αδελφάτο[12] |
|
5 |
|
2 |
Καζαντζή
Κουρτέσα συζ. Δήμου |
|
|
|
|
3 |
Καζαντζή
Στάμω σύζ. Δήμου |
αδελφάτο |
|
|
|
4 |
Καζαντζής
Δήμος |
αδελφάτο |
|
10 |
|
5 |
Καζαντζής
Δήμος |
|
χρέος[13] |
200 |
|
6 |
Πούλιω,
πεθερα του Σίμου |
|
χρέος |
140 |
|
7 |
Πούλος |
αδελφάτο |
|
15 |
|
8 |
Σίμος |
αδελφάτο |
|
10 |
|
9 |
Σίμου Νίκω,
σύζυγός του |
αδελφάτο |
|
|
|
10 |
Συμεών
μοναχός |
|
χρέος |
|
|
11 |
Συράκη
Στάμω, μητέρα του |
αδελφάτο |
|
|
|
12 |
Συράκη,
Συνάδω, πρεσβυτέρα |
αδελφάτο |
|
|
|
13 |
Συράκης
ιερέας |
αδελφάτο |
|
15 |
|
14 |
Χαλκιά
Κωνσταντού, συζ. Ιωάννη |
αδελφάτο |
|
|
|
15 |
Χαλκιάς
Ιωάννης |
αδελφάτο |
|
|
Παρατηρούμε ότι τα επίθετα και τα
ονόματα Καζαντζής, Κουρτέσα, Σίμος Πούλιος και Πούλω, Συράκης, Χαλκιάς, Συνάδω,
δεν υπάρχουν, στα τελευταία 70
τουλάχιστον χρόνια, στο χωριό. Το Βλάχος υπάρχει ως παρατσούκλι.
Μία πρόθεση της μονής Αγίας
Τριάδας Σπαρμού που αναφέρει ονόματα αφιερωτών από χωριά και
καλύπτει το χρονικό διάστημα (1602-1877)[14]
το χωριό αναφέρεται δυο φορές με το όνομα Γκλίκοβον και Γγλίγκο
Στον
κώδικα της Μονής Αγίας Τριάδας
της Γιαννωτάς Ελασσόνας, το χωριό
αναφέρεται δυο φορές και τις δυο για το έτος 1825 στα φύλλα 3α
και φ. 10α.
·
Στην πρώτη γίνεται λόγος για δάνειο με
ομολογία (με γραπτή απόδειξη)
226 γρόσια . από το μοναστήρι
Γιαννωτάς στην «παναγία γκλίκοβου . δια τον Δαμιανόν»
·
Στη δεύτερη
Φ.10 α (σελ37)
1825 ὁκτομβρίου:26:ἱδού γράφομεν
καταλιπτός[15] τό
βιό ὁπού μάς ἥφηραν ἀπό μοναστήρι γκλίκοβου και τά ἔκαμαν τεσλίμι[16] ἐδό
εἱς μοναστήρι γιανοτάς καί τά έχον ἐν ὅσο κερό και σταθούν ἐδό ἔος ὁπού νά τά
ζητήσει το μιναστήριον γκλίκοβου νά τά πέρι (πάρει) αψόφιστα[17] νά
λαβένι την μάνα καθός τήν ἕδοσε και ἠδού τά γράφομεν κατά ὅνομα.
Γίδια γαλάρια 38
Πρόβατα γαλάρια 34
Βητούλια 36
Ζηγούρια 26
Γίδια στήρα 49
Πρόβατα στήρα 19
Σούμα
εκατόν ενενήντα δίο 192
Στον κώδικα 221 της Ολυμπιώτισσας αναφέρεται με τα ονόματα Κλήγγοβον και Κλίγγοβον, όταν γίνεται λόγος για τα σύνορα των τσιφλικιών του μοναστηριού της Ολυμπιώτισσας σε Φαρμάκη και Τσαπουρνιά
Η Στατιστική της Επαρχίας Ελασσόνος της Παναγίας της Ολυμπιώτισσας του έτους 1885-1886, αναφέρει ότι «η εκκλησιαστική περιφέρεια της Ελασσόνος, έχει πρωτεύουσα την κωμόπολη Τσαριτσάνη, στην περιφέρεια της οποίας υπάγονται 40 χωριά χριστιανικά ελληνικής καταγωγής, άμεικτα παντός ετερογενούς στοιχείου και η γλώσσα είναι η ελληνική. Το Γλύκοβον απέχει από την Τσαριτσάνη πεντέμισι ώρες, είναι τσιφλίκι, έχει 150 κατοίκους ορθόδοξους και έχει γραμματοδιδασκαλείο στο οποίο διδάσκονται 30 μαθητές»[18].
Το
Γκλίκοβο το 1904 έχει 361 κατοίκους, ανήκει στον Καζά (Επαρχία) Ελασσόνας, ο
οποίος ανήκει στο Σαντζάκι (Διοίκηση) των Σερβίων, το οποίο υπαγόταν στο
Βιλαέτι (Γενική Διοίκηση) του Μοναστηρίου[19].
Πολλές
από τις σημερινές οικογένειες του χωριού ήρθαν από κοντινές περιοχές για να
δουλέψουν ως κολλήγοι, στον Αγά (στρατιωτικό διοικητή που ήταν ορισμένος από
την τουρκική διοίκηση), στο Μοναστήρι
της Παναγιάς, που βρίσκεται 2χλμ. ΝΑ του χωριού και στον Μάντζιαρη. Σύμφωνα με μαρτυρίες ο Αγάς
έφερε φτωχούς ανθρώπους από κοντινά μέρη, το Βακούφι όπως αποκαλούνταν το
Μοναστήρι, έφερε συγγενείς και φίλους των μοναχών και ο Μάντζιαρης έφερε
γνωστούς του από την Λαβανίτσα (χωριό κοντά στην Καστανιά Σερβίων) και τη Βερδικούσια
τόπο καταγωγής του, για να καλλιεργήσουν τα κτήματα του. Μετά τη Μικρασιατική
καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922, ο Αγάς Ομέρ Εφέντης, που είχε ακόμα στην
κατοχή του κτήματα τα πούλησε στους κολλήγους που είχε στη δούλεψή του, όπως
και ο Μάντζιαρης. Τα κτήματα του Μοναστηριού, όταν αυτό έπαψε τη λειτουργία του
δόθηκαν σε όσους τα καλιεργούσαν. Η περιοχή που βρίσκονταν τα κτήματα του Μάντζιαρη
φέρει ως σήμερα το όνομά του καθώς και περιοχές που ήταν ιδιοκτησία του
Μοναστηριού (Βακούφκα).
Ο
Σωτήριος Ντάλλας, πρώην γραμματέας του χωριού που ασχολήθηκε με το θέμα, έγραψε
ένα κατάλογο με τις περιοχές από τις οποίες ήρθαν οι διάφορες οικογένειες.
-
Παλάσκας, Ράπτης, Λαγοθανάσης, Βαϊτσης, από τη Λαβανίτσα Σερβίων (Λάβα)
-
Ράπτης από την Ήπειρο
-
Χατζής, Παπαδημητρίου, από τον Κοκκινοπηλό και Δεσκάτη Γρεβενών
-
Γκαλίτσιος, από τη Βουβάλα (σημερινή Άζωρος)
-
Λιάκος, από τη Μηλέα
-
Πάσχος, από Μεταξά και Κρανίδια Σερβίων
-
Γκατζάρας, Γκουτζουρέλας, Ντιουντιούμης,
από τη Μεταξά Σερβίων
-
Κατσιανούνης, Ντάλλας, από Σισάνειο Κοζάνης
-
Γκουντρουμπής, Ντίγκας, Δήμος, Μήτσιος, Ζιάκας, ντόπιοι
-
Πυργιώτης, από Φαρμάκη
-
Στεργιούλας , Μάντζιαρης, από Βερδικούσια
-
Κλεισιάρης, από Γρεβενά
- Σιδέρης, δεν υπάρχουν στοιχεία
Ο
Τούρκος Αγάς για να καλλιεργήσει τα κτήματα έφερνε φτωχούς από γειτονικά μέρη,
τους παραχωρούσε και μαζί με αυτό χωράφια για να δουλέψουν. Από τα κτήματα που
μοίραζε έπαιρνε σαν ενοίκιο το 1/3 της παραγωγής. Το ίδιο ίσχυε για το Μοναστήρι
(Βακούφι) και το Μάντζιαρη. Σ΄ αυτό πρέπει να προστεθεί και η Δεκάτη που
έπαιρνε το τουρκικό κράτος ως φόρο. Όταν έρχονταν ο καιρός του θερισμού οι
κολλήγοι για να θερίσουν ήταν υποχρεωμένοι να ζητήσουν άδεια από τον Αγά. Αυτός
έστελνε τους «σπαχήδες»[20],
οι οποίοι πρόσεχαν να μην κρύψουν μέρος της παραγωγής, ενώ εισέπρατταν το
ενοίκιο και το φόρο που αναφέραμε παραπάνω. Αφού θέριζαν, φόρτωναν τα δεμάτια
και τα μετέφεραν σε χώρους (αλώνια) που ήταν προκαθορισμένοι να τα αλωνίσουν,
έτσι ώστε να τους επιβλέπουν ευκολότερα. Μετά το αλώνισμα τον καρπό τον έκαναν
«λαμνί» (σωρός σε παραλληλόγραμμο σχήμα). Οι «σπαχήδες» περνούσαν και σφράγιζαν
τον καρπό σε ξύλινο «γκαμπράνι» (είδος σφραγίδας) για να μην μπορούν να τον
αφαιρέσουν. Αφού τελείωναν με το σφράγισμα, άρχιζαν να μαζεύουν το φόρο. Μαζί
με το φόρο εισέπρατταν και πιθανά δανεικά που συνοδεύονταν από βαρύ τόκο. Έτσι,
από την συνολική παραγωγή ο Αγάς έφτανε να τους παίρνει το μισό. Με το άλλο
μισό που τους έμενε έπρεπε να περάσουν ένα ολόκληρο χρόνο, να φάνε, να
κρατήσουν σπόρο, να πάνε στο μύλο, να κρατήσουν και ένα μέρος σαν είδος
ανταλλαγής με άλλα προϊόντα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η ζωή των κατοίκων
ήταν πάρα πολύ δύσκολη.
Τα σπίτια του χωριού ήταν απλά ορθογώνια πετρόκτιστα κτίσματα με στέγη από πλάκες σχιστόλιθου και ήταν απλά ισόγεια κτίσματα ή είχαν δύο χώρους, το ισόγειο και έναν όροφο. Στο ισόγειο ήταν οι αποθήκες και οι στάβλοι των ζώων και στον όροφο ζούσε η οικογένεια. Το δάπεδο του ισογείου ήταν από πατημένο χώμα και ο όροφος χωριζόταν από αυτό με ξύλινα δοκάρια και σανίδες. Τα δωμάτια του ορόφου ήταν απλά με μεγάλα ορθογώνια παράθυρα και το εσωτερικό του τοίχου, έφερε συνήθως ανοίγματα σαν μικρά ντουλάπια, για εναπόθεση αντικειμένων. Οι τοίχοι ήταν κατασκευασμένοι από πέτρα με ασβεστοκονίαμα ή πηλό και μικρότερες πέτρες ως συνδετικό υλικό και είχαν μεγάλο πάχος που έφθανε τα 80 εκατοστά.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΓΡΑΦΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Κατά την «ενεργηθείσα
το 1913 προσωρινή απαρίθμηση των κατοίκων των νέων επαρχιών του Ελληνικού
κράτους»[21], το Γκλίκοβο
ανήκει στο νομό Κοζάνης και υπάγεται στην Υποδιοίκηση Ελασσώνος. Οι κάτοικοί
του ανέρχονται σε 463, «241 άρρενες και
222 θήλεις».
Με νέο διάταγμα της 30ης Ιουνίου 1920, «αναγνωρίζεται ως κοινότητα εις το Νομό Λαρίσης,
της πρώην Υποδιοικήσεως Ελασσώνος, ο συνοικισμός Γλίκοβον υπό το όνομα «κοινότης Γλικόβου» και
με έδρα τον ομώνυμο οικισμό, αποσπώμενος
της κοινότητος Βούρμπας»[22] (σημερινή
Μηλέα Ελασσόνας).
Στις 4 Νοεμβρίου 1927, «η κοινότης Γλικόβου
μετονομάζεται εις κοινότητα Σαρανταπόρου».[23]
Κατά τις απογραφές του πληθυσμού στο νέο ελληνικό
κράτος μετά το 1912 και την προσωρινή αρίθμηση των κατοίκων το 1913, έως και το
2011, ο πληθυσμός του χωριού έχει ως εξής:
Έτος 1920 κάτοικοι 520
Έτος 1928 κάτοικοι 557
Έτος 1940 κάτοικοι 779
Έτος 1951 κάτοικοι 877
Έτος 1961 κάτοικοι 1088
Έτος 1971 κάτοικοι 766
Έτος 1981 κάτοικοι 832
Έτος 1991 κάτοικοι 938
Έτος 2001 κάτοικοι 907
Έτος 2011 κάτοικοι 580
ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΠΡΟΕΔΡΟΙ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ
Οι
ελληνικές εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση το 1914, ήταν οι πρώτες που
διεξήχθησαν στην Ελλάδα μετά την ενσωμάτωση σε αυτήν των λεγόμενων "Νέων
Χωρών", όπως ονομάζονταν οι επαρχίες (Ήπειρος, Μακεδονία, νησιά Αιγαίου)
που προστέθηκαν στον εθνικό της κορμό έπειτα από τη νικηφόρα έκβαση των
βαλκανικών πολέμων (1912-13) και την ένωση της Κρήτης (1913). Ήταν επίσης, οι
τελευταίες εκλογές πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Ιούλιος 1914).
Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 9 Φεβρουαρίου του 1914.
Με
το τέλος του πολέμου (Νοέμβριος 1918) η Ελλάδα μπαίνει στην περιπέτεια της
Μικρασιατική Εκστρατείας (Μάιος 1919) που είχε σαν επακόλουθο την καταστροφή
του 1922.
Αυτοδιοικητικές
εκλογές μετά από αυτές του 1914 διεξάγονται ξανά στις 25 Οκτωβρίου 1925, στις 4
Αυγούστου 1929 και στις 11 Φεβρουαρίου 1934. Μετά την επιβολή της δικτατορίας
του Ι. Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936, τα κοινοτικά συμβούλια καθαιρέθηκαν και
αντικαταστάθηκαν με νέα προσκείμενα στο καθεστώς και δεν διεξάγονται δημοτικές εκλογές. Τη
δικτατορία του Μεταξά ακολουθεί ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, όπου κι εδώ
έχουμε διορισμένες επιτροπές. Το 1945 με τη λήξη του πολέμου, με κάποιον όρο
της Συμφωνίας της Βάρκιζας, πρόεδροι και κοινοτικά συμβούλια έπρεπε να οριστούν
αυτοί που είχαν εκλεγεί πριν από τη δικτατορία του Μεταξά στις 4 Αυγούστου
1936. Όμως οι πρώτες κυβερνήσεις της ελεύθερης Ελλάδας δεν το εφάρμοσαν αυτό
και διόριζαν τους δημάρχους και τους κοινοτάρχες αλλά και τα συμβούλια.[24]
Οι
πρώτες αυτοδιοικητικές εκλογές μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον
εμφύλιο, διεξήχθησαν στις 15 Απριλίου του 1951.
Με
την επιβολή της χούντας τον Απρίλιο του 1967, καταργούνται τα πολιτικά κόμματα,
αναστέλλονται οι συνταγματικές ελευθερίες του ελληνικού λαού επί μια επταετία
(1967-1974) και συμβαίνει ότι και το 1936, δηλαδή έχουμε διορισμένα κοινοτικά
συμβούλια. Μετά την πτώση της χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας τον
Ιούλιο του 1974, καθήκοντα μεταβατικών προέδρων στις κοινότητες, ασκούν οι
διευθυντές των κατά τόπους δημοτικών σχολείων ώσπου να γίνουν αυτοδιοικητικές
εκλογές, στις 30 Μαρτίου 1975.
ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ
ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ
1924
– 1929 ** ?????????
1929
– 1934 ** ?????????
1934
– 1936 Ράπτης
Γεώργιος
1936
– 1944 ** Βαίτσης Γεώργιος (Εκτελέστηκε στο «Μελίσσι» 19-1-1944)
1945
– 1951 ……………………………………….
1951
– 1954
Το
1951, στις πρώτες εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που
έγιναν στις 14 Απριλίου, πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Σαρανταπόρου είναι
ο Ιωάννης Γ. Γκουτζουρέλας και σύμβουλοι ο Θεόδωρος Κ. Γκουτζουρέλας, ο Ιωάννης
Γ. Ράπτης, ο Δημήτριος Ν. Ράπτης και ο Τριαντάφυλλος Π. Χατζής.
Στις
16 Δεκεμβρίου 1952 ο πρόεδρος Ιωάννης Γκουτζουρέλας παραιτείται και εκλέγεται
πρόεδρος, δια μυστικής ψηφοφορίας των κοινοτικών συμβούλων, ο Θεόδωρος
Γκουτζουρέλας και αντιπρόεδρος ο Τριαντάφυλλος Χατζής. (Βιβλίο πρακτικών
Κοινότητας Σαρανταπόρου, τόμος Β, από 16 Αυγούστου 1952 έως 21 Ιουνίου 1953,
απόφαση υπ αριθμ. 77).
Στις
15 Δεκεμβρίου 1953 συνεδριάζει το κοινοτικό συμβούλιο για να εκλέξει και πάλι
νέο πρόεδρο και αντιπρόεδρο. Πρόεδρος με πέντε (5) ψήφους εκλέγεται και πάλι ο
Θεόδωρος Γκουτζουρέλας, ενώ αντιπρόεδρος εκλέγεται με πέντε ψήφους (5) ο
Δημήτριος Ράπτης. (Πρακτικά Κοινότητας Σαρανταπόρου από 25 Ιουνίου 1953 έως 24
Ιουλίου 1955, αριθμός απόφασης 66, σελίδα 60).
Στις
6 Ιουλίου 1954, πέντε μήνες πριν από τις εκλογές που έγιναν τον Νοέμβριο του
1954, ο Θεόδωρος Γκουτζουρέλας υποβάλει αίτηση παραιτήσεως από τα καθήκοντά
του, η οποία γίνεται δεκτή από το κοινοτικό συμβούλιο στη συνεδρίαση του στις
25 Ιουλίου. Κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας μεταξύ των συμβούλων, πρόεδρος μέχρι τη
λήξη της θητείας του κοινοτικού συμβουλίου με τέσσερις (4) ψήφους, εκλέγεται ο
Δημήτριος Ν. Ράπτης. (Βιβλίο πρακτικών Κοινότητας Σαρανταπόρου, από 25 Ιουνίου
1953 έως 24 Ιουλίου 1955, Αριθμός απόφασης 2, σελ. 117).
** Από το 1924 έως το 1934 δεν γνωρίζουμε ποιος είναι πρόεδρος της κοινότητας Σαρανταπόρου, διότι δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία τα οποία αν υπήρχαν, ενδεχομένως να κάηκαν το 1943 κατά την πυρπόληση του χωριού από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις. Δεν υπάρχουν επίσης και αξιόπιστες προφορικές μαρτυρίες και η έρευνα παραμένει ανοιχτή, όπως και για την περίοδο της Μεταξικής δικτατορίας. Στην κατοχή είναι βέβαιο ότι πρόεδρος ήταν ο Βαίτσης Γεώργιος, ο οποίος εκτελέστηκε από τους γερμανούς και τους δοσίλογους στις 19 Ιανουαρίου 1944
Χειρόγραφο πιστοποιητικό γεννήσεως του 1934. Αφορά τον Ντάλλα Αθανάσιο του Νικολάου, γεννημένο το 1874 και υπογράφεται από τον ιερέα του χωριού Γεώργιο Γκουντρουμπή και τον πρόεδρο της κοινότητας Γεώργιο Ράπτη. (Από το προσωπικό αρχείο του Αριστείδη Ντάλλα)
Δημοσίευμα της εφημερίδας «Η Φωνή Της Ελασσόνος» 28-11- 1960, Φύλλο 14 (από το προσωπικό αρχείο του Βασίλη Πλάτανου)
Δημοσίευμα της εφημερίδας «Η Φωνή Της Ελασσόνος» 28-11- 1960, Φύλλο 14 (από το προσωπικό αρχείο του Βασίλη Πλάτανου)
Φωτογραφίες από τις εργασίες για την
διάνοιξη της εθνικής οδού Λάρισας Κοζάνης, όπου εργάστηκαν πολλοί κάτοικοι του
Σαρανταπόρου
1994: ΕΓΕΝΕΤΩ ΔΗΜΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ
Το 1994 η Κοινότητα Σαρανταπόρου μαζί με τις κοινότητες Μηλέας και Φαρμάκης – Τσαπουρνιάς, προχωρούν σε εθελούσια συνένωση και δημιουργούν τον Δήμο Σαρανταπόρου. Οι πρώην Κοινότητες λειτουργούν πλέον ως τοπικά διαμερίσματα του νεοσύστατου δήμου και καθιερώνετε ο θεσμός του Παρέδρου στα τοπικά διαμερίσματα. Το 1998 στο πλαίσιο του νόμου για την αυτοδιοίκηση με την ονομασία «Ι. Καποδίστριας», ο Δήμος Σαρανταπόρου διευρύνεται και εντάσσονται σε αυτόν τα χωριά Άζωρος, Γεράνεια, Γιαννωτά και Λυκούδι ως νέα δημοτικά διαμερίσματα. Το 2010 ο νέος νόμος για την αυτοδιοίκηση με την ονομασία «Καλλικράτης», εντάσσει τον Δήμο Σαρανταπόρου ως Δημοτική Ενότητα, στον Δήμο Ελασσόνας.1994-1998
Μηνάς Θεόδωρος, Δήμαρχος.
Ράπτης Χρήστος,
Πάρεδρος.
1998-2002
Κλεισιάρης Αθανάσιος, Δήμαρχος.
Καραμήτσιος Λάζαρος,
Πάρεδρος.
2002-2006
Λιάπης Θεόδωρος, Δήμαρχος.
Γκουντρουμπής Δημήτριος,
Πάρεδρος.
2006-2010 Κλεισιάρης Αθανάσιος, Δήμαρχος.
Ντάλλα Ζαχαρούλα,
Πάρεδρος.
[1] Ο
Ιωάννης Ντάλλας του Νικολάου έτος γέννησης 1913, όπως θυμάται η κόρη του Αθανασία Ντάλλα, έλεγε ότι
το Γλύκοβο σήμαινε «γλυκό +βουνό».
Ονομάστηκε έτσι, έλεγε, γιατί είχε χόρτα που ευνοούσαν την παραγωγή καλής ποιότητας γάλατος από τα
γιδοπρόβατα. Έλεγε μάλιστα ότι οι
έμποροι γάλατος προτιμούσαν να παίρνουν το γάλα του χωριού από το οποίο είχαν
μεγαλύτερη απόδοση σε τυρί απ’ ότι από γάλατα άλλων περιοχών. Πιθανόν από κάποιον άκουσε αυτή την εκδοχή
της ετυμολογίας , του άρεσε, και την υιοθέτησε.
[2] Θεσσαλικό Ημερολόγιο 1985,
τόμος Η, σελίδα 129.
[3] Θεσσαλικό
Ημερολόγιο 1998, τόμος 34, Δημήτριος Γκουτζουρέλας «Τα τοπωνύμια του
Σαρανταπόρου της Ελασσόνας».
[4] Το
κοιλό των Τρικάλων το 15ο αιώνα ζύγιζε
51,312 σημερινά κιλά. Ο τιμαριούχος έλαβε το δέκατό του 173 κοιλά δηλαδή
8877 κιλά. Επομένως η παραγωγή σιταριού του Iglikova- Σαραντάπορο ήταν γύρω
στους 90 τόνους
[5] Ασπρο
:το 1/120 του γροσίου.
[6]Το
mender αντιστοιχούσε σε 10, 256 λίτρα.
[7] Σπέντζα:φόρος
που πλήρωναν στον τιμαριούχο οι άρρενες που είχαν ηλικία πάνω των 9 ετών. Ήταν
10 άσπρα το άτομο. Τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας , ο σουλτάνος είχε παραχωρήσει το δικαίωμα της
είσπραξης της σπέντζας στον σπαχή,
δηλαδή στον αξιωματούχο που συντηρούσε
στρατιωτικό σώμα και που ο Σουλτάνος του
παραχωρούσε το δικαίωμα να εισπράττει φόρους από μια περιοχή. Αργότερα αυτός ο φόρος ονομάστηκε χαράτσι και
πήγαινε κατευθείαν στα σουλτανικά ταμεία.
[8]
Θεσσαλικό Ημερολόγιο 2018, τόμος 74ος, σελίδα 6
[9]
Θεσσαλικό Ημερολόγιο 2019 , τόμος 76ος σελ 193 -224
[10] Ζητεία
ή αλλιώς ταξίδια: Επρόκειτο για περιοδείες μοναχών ενός μοναστηριού που
εφοδιάζονταν με άδεια του επισκόπου στην περιοχή που περιόδευαν. Συνοδεύονταν
και από μεταφορικά ζώα και είχαν μαζί τους και την εικόνα του ιερού προσώπου
στο οποίο ήταν αφιερωμένο το μοναστήρι.
Γύριζαν στα χωριά με σκοπό να ενισχύσουν τα οικονομικά του μοναστηριού που,
λόγω των φόρων πολλές φορές ήταν πολύ επιβαρημένα. Συνήθως ταξίδευαν μετά το
θερισμό για να μπορούν οι χωρικοί να τους συνδράμουν με γεννήματα, επειδή ήταν
δύσκολο να έχουν χρήματα. Στο Σαραντάπορο μέχρι και τη δεκαετία του 1970
διενεργούνταν ζητεία από το μοναστήρι του Αγίου Νικάνορα της Ζάβορδας .
[11]
Δεν αναφέρεται κάποιο γέννημα οπότε το
ποσό αντιστοιχεί σε άσπρα.Το άσπρο ήταν
το 1/120 του γροσίου
[12]
Αδελφάτο θεσμός που είχε καθιερωθεί από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια. Σύμφωνα με
αυτό καθιερώνονταν ένα είδος συμβολαίου ανάμεσα στο μοναστήρι και τον ιδιώτη.
Το μοναστήρι δεσμεύονταν να χορηγεί σιτηρέσιο στον συμβααλλόμενο ιδιώτη μέχρι
το τέλος της ζωής του έναντι χρηματικού ποσού,
ή ακινήτου αγαθού που εκείνος εκχωρούσε προκαταβολικά. Υπήρχαν οι
εσωμιονίτες αδελφατάριοι που έμεναν μέσα
στο μοναστήρι και οι εξωμονίτες που έμεναν εκτός του μοναστηριού
[13]
Μάλλον η ζητεία διεξήχθη πριν τη συγκομιδή των γεννημάτων και οι χωρικοί
αδυνατούσαν να δώσουν τα άσπρα που
επιθυμούσαν. Υπόσχονταν να δώσουν αυτό το ποσό σε γέννημα μετά τον αλωνισμό.
[14] Θωμά
Ι. Μπούμπα Ο Κώδικας της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδας Σπαρμού Ολύμπου 1602-1877
(Κώδικας 224 της Ολυμπιώτισσας)
[15]
Καταλεπτώς:λεπτομερώς
[16]
Τεσλίμι:< τουρκ.teslim
εγχείριση, παράδοση
[17]
Αψόφιστα:είδος ενοικίασης των γιδοπροβάτων. Ο βοσκός αναλαμβάνει για 2-3 χρόνια
τη φύλαξή τους δίνοντας το Πάσχα ένα κιλό γάλα ή τυρί για κάθε ζώο και ένα αρνί
και επιστρέφει όσα ζώα είχε λάβει και στην ηλικία που είχαν.
[18] Βασίλης Πλάτανος, Σελίδες από την Επαρχία Ελασσόνας
και της περιοχής της, Συλλογή ειδήσεων 1811 – 1912, σελίδα 73.
[19] Νικόλαος Σδάνης, Πληθυσμιακά στοιχεία για
τους οικισμούς της Ελασσόνας το 1904, Θεσσαλικό Ημερολόγιο 1995. Τόμος 27ος,
σελίδα 245.
[20]
Σπαχής: Τούρκος τιμαριούχος, κάτοχος τιμαρίου, τσιφλικιού στην οθωμανική
αυτοκρατορία ο οποίος αρχικά ήταν μόνο στρατιωτικός. Αργότερα δεν ανήκε
απαραίτητα στο στρατιωτικό σώμα και ήταν ο εισπράκτορας των φόρων από τους κολλήγους.
[21] Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του
Βασιλείου της Ελλάδος, τεύχος Α, αριθμός 112, 28 Μαρτίου 1915.
[22] Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, αριθμός
158, 18 Ιουλίου 1920.
[23] Φύλλο
Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, αριθμός 306, 22 Δεκεμβρίου 1927.
[24] Θεόδωρος Καρυπίδης, Εαμική Εθνική Αντίσταση – Δεκέμβρης 1944 – Εμφύλιος πόλεμος 1946-49, σελ. 275
......................................















Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου